Σελίδες

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Υπολογίζοντας το Κοινωνικό Κόστος της Ανδροκρατίας

(της Κάτριν Μπένχολντ)

Όπως θυμάται η Αλεξάνδρα Πασχαλίδου, μια ελληνοσουηδέζα συγγραφέας και τηλεπαρουσιάστρια, όταν αστειεύτηκε σε μια εκπομπή μαγειρικής πως το δείπνο για τα παιδιά καλύτερα να το μαγειρεύει ο μπαμπάς παρά η μαμά, ο παραγωγός της τής ξεφώνησε στο ακουστικό της: «κόψε τις φεμινιστικές αηδίες!».

Στην Ιταλία, μια σειρά σεξουαλικών σκανδάλων στα οποία αναμειγνυόταν ο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) ουδόλως τον εμπόδισε να καταγάγει εντυπωσιακή νίκη στις περσινές περιφερειακές εκλογές. Λίγο πιο εκεί στη Μεσόγειο, τα ισπανικά μίντια ασχολούνται περισσότερο με την εμφάνιση της υπουργού αμύνης, παρά με τις πολιτικές που εφαρμόζει.

Οι νότιες εσχατιές της Ευρώπης είναι καταχρεωμένες και μη-ανταγωνιστικές και συνιστούν επί μακρόν τον αδύναμο κρίκο της ευρωζώνης. Αλλά πέραν του ηλιόλουστου καιρού και της τρεκλίζουσας οικονομίας, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου έχουν κι άλλο ένα κοινό, την ανδροκρατία, που τους κοστίζει πανάκριβα: όπως αποδεικνύεται, στη νότια Ευρώπη η συμμετοχή των γυναικών στη μισθωτή εργασία υστερεί κατά 20% εκείνης των ανδρών, έναντι 12% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 9% στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόλις 4% στη Σουηδία.

Ο σεξισμός φυσικά δεν είναι η αιτία της ευρωπαϊκής κρίσης των ελλειμμάτων... Βραχυπρόθεσμα, οι προοπτικές του ευρώ εξαρτώνται περισσότερο από το σωστό μείγμα δημοσιονομικής πειθαρχίας και μέτρων τόνωσης της οικονομίας, παρά από τη χειραφέτηση των γυναικών.

Πιο μακροπρόθεσμα όμως, κατά πάσα πιθανότητα είναι οι γυναίκες που κρατούν τα κλειδιά της υπέρβασης των βασικών οικονομικών αδυναμιών που πλήττουν όχι μόνο τη νότιο Ευρώπη, αλλά και μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ηπείρου. Η γήρανση του πληθυσμού και η μείωση της εργατικής δύναμης απειλούν να τινάξουν στον αέρα ασφαλιστικά συστήματα και συστήματα υγείας.

Το διακύβευμα δεν είναι άλλο από το να συνεχίσει να δικαιούται η Ευρώπη να θεωρείται «υπερδύναμη της ποιότητας ζωής», να συντηρήσει με άλλα λόγια τις γενναιόδωρες μεταπολεμικές κοινωνικές παροχές, σαν την πρώιμη συνταξιοδότηση, τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τα πλούσια επιδόματα ανεργίας· κοντολογίς, αυτό καθ' αυτό το κράτος-πρόνοιας.

«Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους υποδομές, χρειάζεται να εντάξουν περισσότερο τις γυναίκες στην αγορά εργασίας», λέει ο Στέφανο Σκαρπέτα (Stefano Scarpetta), υποδιευθυντής της διεύθυνσης απασχόλησης και κοινωνικών υποθέσεων στον «οργανισμό οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ), τον ερευνητικό βραχίονα των αναπτυγμένων ελευθέρων οικονομιών του πλανήτη.

Όπως παντού στον αναπτυγμένο κόσμο, έτσι και στην Ευρώπη οι γυναίκες αποτελούν από καιρό την πλειοψηφία των αποφοίτων των ανωτάτων σχολών. Η μαζικότερη ένταξή τους στη μισθωτή απασχόληση θα ωφελούσε πολλαπλά: θα αύξαινε τον τζίρο της οικονομίας, ειδικά στις υπηρεσίες· θα τόνωνε την κατανάλωση· θα αύξαινε τον αριθμό των σημερινών και αυριανών φορολογουμένων.

Στο Λονδίνο ο οικονομολόγος της «Γκόλντμαν Σακς» Κέβιν Ντέιλι (Kevin Daly) εκτιμά πως η πλήρης εκμηδένιση του χάσματος στην πρόσβαση των φύλων στην αγορά εργασίας στα 16 κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα αύξαινε το «ακαθάριστο εγχώριο προϊόν» τους έως και 13%· στη νότιο Ευρώπη, το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να φθάσει στο 20%! Από την άλλη, η εξίσωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωζώνης με εκείνη των ΗΠΑ, θα αύξαινε το ΑΕΠ κατά 7%, συνεχίζει ο κ, Ντέιλι. «Στις  οικονομίες της ευρωζώνης, το περιθώριο κέρδους από την εξίσωση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι σημαντικότερο από εκείνο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας».

Αυτό δεν σημαίνει πως οι κυβερνήσεις δε θα πρέπει να πασχίζουν να τα πετύχουν αμφότερα. Πράγματι, πολύ συχνά τα δύο φαινόμενα συνδέονται. Ο κ. Σκαρπέτα του ΟΟΣΑ υπογραμμίζει πως οι ανελαστικές αγορές εργασίας στην Ελλάδα και την Ιταλία προστατεύουν μεν ορισμένους αντιπαραγωγικούς εργαζόμενους, αλλά παράλληλα αποκλείουν από την αγορά εργασίας χιλιάδες ταλαντούχες γυναίκες.

Παράλληλα, όσο κι αν αντιβαίνει σε κοινωνικές παραδόσεις, η άρση των κινήτρων που κρατούν τις γυναίκες εκτός αγοράς εργασίας, όπως π.χ. η εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης ανδρών-γυναικών (στο δημόσιο τομέα της Ιταλίας και της Ελλάδας, επί παραδείγματι) θα είχε θετικότατες επιπτώσεις στην οικονομία, με ελάχιστη ή μηδενική δαπάνη.

Από την άλλη, ακόμα και οι πιο γενναιόδωρες ενισχύσεις σε θεσμούς παιδικής μέριμνας, φαίνεται πως είναι οικονομικά συμφέρουσες: μία έρευνα του 2002 της γερμανικής κεντρικής τράπεζας έδειξε πως οι κρατικές δαπάνες για βελτίωση της βρεφονηπιακής μέριμνας στη Γερμανία, υπερκαλύφθηκαν από την αύξηση των φορολογικών εσόδων από τις μητέρες που επανήρθαν στην αγορά εργασίας.

Επίσης, η ενθάρρυνση της απασχόλησης των γυναικών ενισχύει (ίσως απροσδόκητα) την τεκνοποιία, πολλαπλασιάζοντας ταυτόχρονα τους μελλοντικούς φορολογουμένους. Στις σκανδιναβικές χώρες, δεκαετίες σχετικής εμπειρίας απέδειξαν πως από τη στιγμή που οι γυναίκες δεν καλούνται πια να επιλέξουν μεταξύ απασχόλησης και τεκνοποιίας, επιδίδονται συχνότερα και στα δύο.

Η Σουηδία, το προπύργιο της γυναικείας απελευθέρωσης, παρουσιάζει ποσοστό απασχόλησης των γυναικών της τάξης του 70% και ταυτόχρονα γεννητικότητα που φτάνει στα 2 παιδιά ανά γυναίκα, που είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη μαζί με εκείνες της Νορβηγίας και της Γαλλίας.

Στην Ιταλία, μόνο το 46% των γυναικών εργάζονται και ο δείκτης γεννητικότητας έχει κολλήσει στο 1.3 παιδί/γυναίκα (σε περίπτωση που αναρωτιέστε, το δημόσιο χρέος της Σουηδίας αναμένεται φέτος να φθάσει στο... 37% του ΑΕΠ, ενώ η Ιταλία θα κληροδοτήσει στην επόμενη γενιά χρέη της τάξης του 115% του ΑΕΠ της).

Τα κράτη της νότιας Ευρώπης έχουν άρα πολύ περισσότερα να κερδίσουν από τη γυναικεία απασχόληση, ακριβώς διότι υπάρχουν τόσο πολυάριθμες γυναίκες εκτός αγοράς εργασίας.

Στην Ελλάδα, η διαφορά μεταξύ των φύλων, όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, φθάνει σχεδόν στο 25%· στην Ιταλία 22%· στην Ισπανία (14%), είναι αρκετά κοντά στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά εξακολουθεί να υστερεί. Η Πορτογαλία τα πάει καλύτερα: η διαφορά φθάνει στο 10%, χάρη κυρίως στην εξειδίκευση της πορτογαλικής οικονομίας στην υφαντουργία και την ένδυση.

Πολλοί πολιτικοί της περιοχής αρχίζουν να εξετάζουν ως ενδεχόμενη εναλλακτική επιλογή στην αέναη λιτότητα το οικονομικό δυναμικό πολιτικών που αποσκοπούν στη μείωση του χάσματος αυτού.

«Η ισότητα των φύλων δεν είναι πια ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά οικονομικής αναγκαιότητας», λέει η Μαρία Στρατηγάκη, γενική γραμματέας ισότητας στην ελληνική κυβέρνηση. Η ίδια προσπαθεί να αξιοποιήσει τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας της για να προωθήσει πιο ισότιμη κατανομή των κρατικών πόρων μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Ο Ισπανός πρωθυπουργός Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεζ Θαπατέρο (José Luis Rodríguez Zapatero) ήταν ο πρώτος που έθεσε αυτό το ζήτημα στην πολιτική ατζέντα, διορίζοντας ένα υπουργικό συμβούλιο αποτελούμενο κατά 50% από γυναίκες, περνώντας νόμους κατά των διακρίσεων και απαιτώντας από τις επιχειρήσεις να διορίζουν περισσότερες γυναίκες στα διοικητικά τους συμβούλια.

Με 53%, η γυναικεία απασχόληση στην Ισπανία παραμένει χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αλλά ενώ οι Ισπανίδες άνω των 45 ετών εμφανίζουν από τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης της ηπείρου, εκείνες που είναι κάτω των 30 εργάζονται σε ποσοστά ανάλογα με τις... Σουηδέζες.

Το πρώτο πράγμα που έκανε η κ. Στρατηγάκη όταν διορίστηκε στη θέση της, το περασμένο Νοέμβριο, ήταν να ζητήσει να μεταφραστούν στα ελληνικά οι σχετικοί με την ισότητα νόμοι του κ. Θαπατέρο και να τους διανείμει σε κυβερνητικούς κύκλους.

«Ίσως να είναι δύσκολο να κάνουμε την Ελλάδα Σουηδία, τουλάχιστο άμεσα», σημειώνει. «Αλλά μπορεί να ξεκινήσουμε κάνοντάς την... Ισπανία».

Όσο για την κ. Πασχαλίδου, που εδώ και τέσσερα χρόνια επέστρεψε στη Στοκχόλμη από την Αθήνα, επισημαίνει πως η τρέχουσα κρίση μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής στην αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, ακριβώς όπως συνέβη με την έλλειψη εργατικής δύναμης στη Σουηδία, τη δεκαετία του '60.

«Είναι ένα παράθυρο ευκαιρίας» λέει. «Τίποτα δεν μπορεί να προωθήσει καλύτερα την ισότητα των φύλων όσο ένα καλό οικονομικό επιχείρημα».
Η Katrin Bennhold είναι συντάκτης των «τάιμς της Νέας Υόρκης»

Πηγή: New York Times, 17.08.2010 μέσω www.ppol.gr
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου