Σελίδες

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Σύγχρονες Διατροφικές Απόψεις



Κωνσταντίνος Ζερβός, διατροφολόγος
9/1/2011, ώρα εννέα το βράδυ,

στο γραφείο του, στην Πεύκη.

Ένας άνθρωπος με παραπάνω κιλά νιώθει ότι εξοστρακίζεται, επειδή δεν μπορεί να τα κρύψει. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που οι ναρκομανείς, αν δεν έπεφταν αναίσθητοι στους δρόμους, δεν θα ενοχλούσαν κανέναν, κάποιος που τρώει τρία γαριδάκια την ημέρα και διατηρείται αδύνατος είναι κοινωνικά αποδεκτός, ενώ θέτει τη ζωή του σε κίνδυνο καθημερινά.

Πολλές φορές η τροφή λειτουργεί σαν ναρκωτικό, σαν ένα μέσο κάλυψης συναισθημάτων. Μπορεί να παίρνει τη μορφή της επιβράβευσης, της τιμωρίας, ενός ταξιδιού, του αγκαλίτσα μας. Για κάποιους συνδέεται άμεσα με το πώς έχουν βιώσει την τροφή στην παιδική ηλικία. Όταν υπάρχουν μαμάδες που βουτάνε την πιπίλα στο μέλι για να μην κλαίνε τα παιδιά τους, όταν τα ταΐζουν χωρίς να πεινάνε για να καλύψουν το συναισθηματικό κενό της απουσίας τους, τους περνάνε λάθος μηνύματα από πολύ νωρίς και είναι σχεδόν σίγουρο ότι ως ενήλικες θα αποκτήσουν μια προβληματική σχέση με το φαγητό.

Η δική μου δουλειά είναι να αποκαλύψω το πραγματικό πρόβλημα, αυτό που κρύβεται πίσω απ' το φαγητό. Αυτή η διαδικασία συνειδητοποίησης τις περισσότερες φορές δεν είναι ευχάριστη ούτε για μένα ούτε για τον ασθενή. Καμία αλήθεια, όμως, δεν είναι ευχάριστη. Όταν κάποιος, αντί για φαγητό, μασάει συναισθήματα, τότε φτάνουμε να μιλάμε για διατροφική διαταραχή, δηλαδή για μία ψυχοσυναισθηματική διαταραχή που απλά ακουμπάει πάνω στο θέμα του φαγητού. Όταν η τροφή λειτουργεί έτσι, είναι σαν το χιόνι που καλύπτει έναν κάδο με σκουπίδια. Όταν το χιόνι λιώσει, τα σκουπίδια θα είναι πάλι εκεί.

Το wellness σήμερα είναι η καινούργια βιομηχανία κέρδους. Γι' αυτό και απευθύνεται από τη μέση τάξη και πάνω, σε μια πληθυσμιακή μειονότητα. Ακόμα και τα βιολογικά προϊόντα, που είναι σαφέστατα υψηλότερης θρεπτικής αξίας, είναι τόσο υπερτιμημένα που τελικά μπορούν να τα καταναλώσουν λίγοι. Έρευνες έχουν δείξει ότι άνθρωποι που είναι χρόνια άνεργοι τείνουν να γίνονται υπέρβαροι. Οι οικονομικά ευκατάστατοι άνθρωποι είναι συνήθως πιο αδύνατοι, γιατί έχουν τα μέσα να καταπολεμήσουν τα κιλά. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι καταφέρνουν να καταπολεμήσουν την προβληματική τους σχέση με το φαγητό. Τις περισσότερες φορές μοναδικό τους κίνητρο είναι να ανταποκριθούν στην εικόνα που τους επιβάλλουν οι αυξημένες κοινωνικές απαιτήσεις του τρόπου ζωής τους. Οι διατροφικές διαταραχές δεν κάνουν ταξικές διακρίσεις.

Στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την τροφική τους εξάρτηση, κάποιοι οδηγούνται σ' έναν δογματικό τρόπο σκέψης σε σχέση με το πώς πρέπει να σιτίζονται. Η καινούργια επικίνδυνη τάση λέγεται orthorexia. Την ακολουθούν άνθρωποι που αναπτύσσουν τέτοια εμμονή με τα υγιεινά φαγητά που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους καμία απολύτως παρεκτροπή. Έχω πελάτη που η μητέρα του τού μαγείρεψε ντολμαδάκια κι αυτός τα πέταξε γιατί φοβήθηκε ότι τα αμπελόφυλλα είχαν λιπάσματα. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι στην καλύτερη περίπτωση γκετοποιούνται. Μπορεί αρχικά να δέχονται την επιβράβευση των άλλων για το πόσο πειθαρχημένοι και δυνατοί είναι ώστε να μπορούν να επιβάλλονται στον εαυτό τους, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι τα θύματα της ανορεξίας υπήρξαν άτομα που κατάφεραν να ελέγξουν καθολικά το αίσθημα της πείνας και κατέληξαν στον θάνατο.

Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο αδύνατο, αμέσως τον βαφτίζουμε υγιή. Είναι λάθος. Υγιής είναι ένας άνθρωπος με ενισχυμένο ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτό μπορείς να το συμπεράνεις βλέποντας μια καθαρή επιδερμίδα, παρατηρώντας πόσο γρήγορα επουλώνεται ένα σωματικό τραύμα. Τα κιλά σίγουρα δεν είναι το σωστό κριτήριο. Όμως, η κοινωνία που ζούμε έχει την τάση να ενοχοποιεί την εικόνα και να στηρίζεται μόνο σ' αυτήν.

Είναι αναγκαίο για τον καθένα μας να τοποθετήσει την τροφή στη σωστή της διάσταση. Η τροφή είναι βασική μας ανάγκη και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της έχουμε προσδώσει καταδεικνύει μία ψυχολογική διαταραχή που χρειάζεται λύση. Τρώμε για να διατηρηθούμε στη ζωή. Είναι σημαντικό για την ψυχή μας να ευχαριστιόμαστε τη στιγμή που τρώμε, αλλά αυτό πρέπει να μένει εκεί. Δεν γίνεται να τρέφεσαι άσχημα και να περιμένεις να ζήσεις πολύ και χωρίς προβλήματα υγείας, γιατί απλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί».

Πηγή:  LIFO, 20.01.2011

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Αποφθέγματα - Τσαγκαρουσιάνος

Τα Εις Εαυτόν

(του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου)

  • Μη συζητάς με άβαταρ. Συνήθως είναι θρασύδειλα και δεν έχουν τίποτα να χάσουν.
  • Μην υπερασπίζεσαι τις τρέντι τυφλώσεις, που προσθέτουν στη γενική αγραμματοσύνη. Καλύτερα παλιομοδίτης.
  • Οι άνθρωποι, δικαίως, είναι θυμωμένοι. Αλλά το προϊόν κάθε θυμού δεν είναι απαραιτήτως σεβαστό. Συχνά οι υποκείμενοι σε τραμπουκισμούς γίνονται με τη σειρά τους τραμπούκοι (σύνδρομο Ισραήλ).

  • Η οικογένεια είναι το μεγαλύτερο (και διαρκέστερο) πεδίο μάχης. Αν δεν λύσεις εκεί τα θέματά σου, θα σε ακολουθούν παντοτινά (υπό διάφορους μανδύες).

  • Δεν αξίζει, όμως, να γεράσεις κατηγορώντας τον μπαμπά σου (ή την κακούργα κοινωνία) για όσα ποτέ δεν αποτόλμησες. Γράψε στην άμμο τη δική σου φράση - τώρα που μπορείς (αν μπορείς).

  • Μεγαλώνοντας αντέχεις, διότι συσχετίζεις τους πόνους. Και κανένας πόνος δεν ξεπερνάει τον θάνατο.

  • Διαφωνώ με την πρώτη φράση της Άννας Καρένινα. Υπάρχουν τόσοι τύποι ευτυχίας όσοι και άνθρωποι.
  • Υπάρχει μικροαστισμός και στα πιο «εναλλακτικά» μέρη. Πιάνουν αράχνες και τ' αχτένιστα μαλλιά.

  • Μη βγάζεις συμπεράσματα πριν λήξει ο αγώνας (από τραγουδάκι της Αρίθα Φράνκλιν).

  • Οι αγγλικές σουίτες του Μπαχ από τον Ρίχτερ έχουν την καθαρότητα και τη διαύγεια μιας νιφάδας χιονιού.

  • Υπάρχουν και πολύπλοκοι βλάκες.

  • Τα social media είναι ιδανικά για τα μέτρια πνεύματα που συνηθίζουν να έχουν υπερβολική αυτοπεποίθηση. Ως γνωστόν, οι βλάκες είναι πάντα σίγουροι, οι σοβαροί γεμάτοι αμφιβολίες (Μπέρτραντ Ράσελ).

  • Oι άντρες πληρώνουν τους λογαριασμούς τους και οι κότες κάνουν κο-κο-κο.

  • Μην απαντάς στις άκυρες συκοφαντίες, ο χρόνος τις απαντάει καλύτερα.

  • Όσοι είναι πνεύματα αντιλογίας συνήθως πράττουν ελάχιστα.

  • Καθένας είναι το σύνολο των πράξεών του.

  • Η μυθολογία των λούζερ γράφτηκε από τεμπέληδες.

  • Τεχνολογία και Φύση / Απόλλων και Διόνυσος. Μ' αρέσουν και τα δύο, ανάλογα με τη στιγμή (θυμήσου τον Ιανό του Καίσλερ).

  • Γάτοι ζουν 39 χρόνια και σκύλοι μαθαίνουν 1.022 λέξεις. Αστέρια εκρήγνυνται. Αλλά εμείς, αγάπη μου, βαδίζουμε μαζί.

  • Κάθε φορά που βλέπω ένα παιδί να παίζει, παίζει μαζί του όλο του το σόι.

  • Τη νύχτα, από τα ανοιχτά παράθυρα της Αθήνας ακούγονται (ακόμα) αμανέδες.

  • Ζούμε όλοι μαζί. Κανείς δεν είναι μόνος.

  • Το σεξ το μπέρδεψαν οι έμποροι, για να μπορούν να το πουλάνε σε πιο πολλές μορφές. Σαν υπερτιμολογημένο σνακ.

  • Η Εκκλησία είναι το πιο μεθοδικό ψέμα της ανθρώπινης ιστορίας και η θρησκεία η πιο επίμονη ψευδαίσθησή της.

  • Η σιωπή είναι μεγαλειώδης μόνο όταν έχεις κάτι να πεις.

  • «Γκόμενες, απείρως καλύτερες από σένα, προσπάθησαν να με καθαρίσουν, κοριτσάκι μου - άντε τράβα τώρα ψάξ' τες στα θυμαράκια» (φράση που λέει η μάνα του αυτοκράτορα Οκταβιανού στην τσουλωτή νύφη της Λιβία, στο τέλος του «Rome»).

  • Η συνέπεια λυγίζει και τον πιο στρεψόδικο.

  • Είσαι παίκτης μόνο όταν αντιμετωπίζεις τη ζωή σου σαν παιχνίδι (για έξυπνους λύτες).

  • Χωρίς την Τέχνη η ζωή θα ήταν αφόρητη. Ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

  • Μόνο η αγάπη.


Πηγη:  LIFO, 12.01.2011

Η Τουρκία μέσα μας

(του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, συγγραφέα)

Το 2000, σε ένα ειδικό τεύχος της «Ελευθεροτυπίας», «Ελλάδα-Τουρκία, Το νέο κλίμα: Ο γείτονάς μου ο Τούρκος. Ο γείτονάς μου ο Έλληνας», όπου έγραφαν εκπρόσωποι των γραμμάτων, της πολιτικής και της οικονομίας, κλήθηκα να γράψω από τη μεριά του Έλληνα συγγραφέα. Στο κείμενο εκείνο επικεντρώθηκα στις δυο βασικές παραμέτρους που ορίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών: τον λαό και την πολιτική. Πριν δέκα χρόνια είχε αναθερμανθεί η φιλική σχέση ανάμεσά μας, είχαν μεσολαβήσει οι καταστρεπτικοί σεισμοί. Από την άλλη, ο ρόλος της πολιτικής, οι έχθρες, οι κουμπαριές, οι λυκοφιλίες συνεχίζονταν. Το κείμενο εκείνο τελείωνε:

«Πιστεύω ότι με λίγη ευρωπαϊκή μόλυνση η Τουρκία θα ξαναδεί τον παλιό και τον καινούργιο της εαυτό. Τρομαγμένη και πιο υποψιασμένη ίσως να σκύψει με κατανόηση στη μικρή χώρα δίπλα της που βιάστηκε να αλλαξοδρομήσει».

Η ανθρώπινη προσέγγιση στο μεταξύ αλλοιώθηκε. Αντί να πηγαινοερχόμαστε στα κατώφλια και στις γειτονιές, η Τουρκία επανήλθε μέσα από τους δέκτες μας, καλογυαλισμένη, χωρίς μπούρκα, γεμάτη τηλεοπτικές περσόνες, πλανεύτρες Σεχραζάτ και άντρες που εκτοξεύουν λυρικές συναισθηματολογίες που φέρνουν σε οργασμό τις Ελληνίδες. Ένα πλήθος φαντασιακό, καρτουνίστικο, απ' όπου απουσιάζει η κοινωνική πραγματικότητα. Όταν πάλι οι Έλληνες επισκέπτονται τη γείτονα χώρα, αν δεν κλάψουν αναζητώντας ξεριζωμένα θεμέλια, τριγυρνούν στα ευνομούμενα μέρη της Πόλης με μια παρελθοντολογική αυταρέσκεια αλλά κι ένα μικρό φόβο. Τίποτε δεν τους πείθει ότι η χώρα αυτή παραμένει ακίνδυνη.

Η μεγαλύτερη, όμως, διάψευση επήλθε στους πολιτικούς σχεδιασμούς. Το εγωιστικό μας όπλο, η στήριξη της Τουρκίας για την είσοδό της στην Ευρώπη, αυτή η μοναδική μας υπεροχή που μας έδινε την αυτάρκεια και τον ερμαφροδιτισμό του Ευρωπαίου, αποτέλεσε μπούμερανγκ για μας τους ίδιους. Γιατί να θέλουν η Τούρκοι αυτή την ξεφτισμένη κουρελού, ενώ έχουν τα χειροποίητα χαλιά τους; Ανερχόμενη οικονομία, αυτοτελής πολιτική, δυναμικό εργατικό στο φουλ, ιδεολογία συνοδευόμενη από οράματα μιας νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μ' αυτά και με λίγο θράσος κατόρθωσαν να είναι σεβαστοί, επιτακτικοί και καθόλου διαπραγματεύσιμοι.

Πάντως, ενώ τότε μιλούσα για «τη μικρή χώρα δίπλα της που βιάστηκε να αλλαξοδρομήσει», δεν φανταζόμουν ότι η παράδοση της Ελλάδας στην ευρωζώνη θα μετατρεπόταν σε μια περίοδο καθυπόταξης και ότι ο επόμενος κατακτητής θα ήταν τρία αρχικά της αλφαβήτας που παραπέμπουν σε οδοντοστοιχία.

Τι απέμεινε από τη σχέση μας με τη Γείτονα; Αβέβαια συναισθήματα που εξαντλούνται στο τηλεοπτικό γυαλί, μυθιστορήματα γεμάτα μιναρέδες και τίτλους που εμπεριέχουν τις λέξεις «Σμύρνη», «Πόλη» κ.λπ. (τα οποία βαριούνται ακόμη και οι Τούρκοι εκδότες), μια δυσθεώρητη βίζα που εμποδίζει τους Τούρκους μας να έλθουν προς εμάς, μια αφελής ενδοτικότητα προς τον νέο μεγάλο άρχοντα και βεζίρη που διαπραγματεύεται τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και την οικειοποίηση ακόμη και των πιο ετερογενών -γονιδιακά-μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.

Όμως, Τουρκία είναι ο Ορχάν Παμούκ και η ανήσυχη λογοτεχνία του Μουράτ Σομέρ που προτείνει αστυνομικά με ντετέκτιβ τραβεστί, είναι η σύγχρονη τέχνη, είναι τα καταπληκτικά μουσεία της και ο κινηματογράφος του Σεμίζ Καπλάνογλου και του Φατίχ Ακίν, είναι μια νεολαία που στροβιλίζεται μεταξύ του σαμπλαρισμένου Ζεκί Μουρέν και του Μερτσάν Ντεντέ (στου οποίου τις μουσικές πολλά χρωστάω κατά τη συγγραφή του «Παλαιστή και του δερβίση»), είναι μια Τουρκία των λεπτών αποχρώσεων και εκφάνσεων που ουδέποτε φτάνουν ξεκάθαρα σε μας.

Το γεγονός ότι η Ισταμπούλ θα αποτελεί την επόμενη Νέα Υόρκη της Νότιας Ευρώπης είναι αναντίρρητο. Μια βόλτα στην Πόλη, χωρίς τη συμμετοχή πολιτιστικού συλλόγου, θα σας πείσει. Η Αθήνα ανέκαθεν κρατούσε αποστάσεις από την Κωνσταντινούπολη γιατί εκλείπουν οι σωστοί διαμεσολαβητές. Όμως τώρα ίσως πρέπει να ανησυχεί. Τα φροντιστήρια Τουρκικών πολλαπλασιάζονται καθώς εκεί ανοίγονται δουλειές και ευκαιρίες, ενώ φήμες μιλάνε ακόμη και για άνθηση του σεξουαλικού τουρισμού. Οι δεξιώσεις στον Βόσπορο είναι αμύθητης αίγλης και η Τουρκία μέσα μας φουντώνει ως ένας τόπος που θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, ακόμη και με τον κίνδυνο να γίνουμε περισσότερο ενδοτικοί και υποτακτικοί.

Ποιος θα φανταζόταν ότι η ευρωζώνη θα ήταν η επόμενη «τουρκιά» μας; Ούτε ο Νασρεντίν Χότζα θα φανταζόταν το αστειάκι που ακούγεται συχνά στα παζάρια της Κωνσταντινούπολης για τους Έλληνες πελάτες: «Εφέντιμ, έχεις λεφτά να πληρώσεις ή να σου δανείσουμε καμιά λίρα;».


Πηγή:  LIFO, Winter 2010-2011

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Μαθήματα Ιστορίας - Εθνικοί Μύθοι, Norman Davies

Νόρμαν Ντέιβις
Μαθήματα Iστορίας

(Συνέντευξη στον Μάκη Προβατά)

Κορυφαίος καθηγητής Ιστορίας. Εχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες πουλώντας εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ το τελευταίο έργο του «Ιστορία της Ευρώπης» χαρακτηρίστηκε μνημειώδες, προκαλώντας παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον. Προέβλεψε τη σημερινή οικονομική κρίση όπως είχε προβλέψει και την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης. «Απλά πράγματα, κοινή λογική» μας λέει ο ίδιος.
 Εδώ και χρόνια ο Νόρμαν Ντέιβις είναι ίσως ο καλύτερος συνομιλητής που μπορείς να βρεις για να καταλάβεις με απλά και ουσιαστικά λόγια όποια ιστορική περίοδο θελήσεις. Είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας καθώς και της Βασιλικής Ιστορικής Εταιρείας και επίτιμος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ειδικός στην Ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους από το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό συγγραφείς Ιστορίας. Η συζήτηση μαζί του είναι ό,τι πρέπει σε αυτή την «παράξενη» εποχή που ζούμε. Η κατανόηση των γεγονότων και η αίσθηση μιας αληθινής, δροσερής αισιοδοξίας είναι το υπέροχο συναίσθημα που μας άφησε η συνομιλία μας. Μια συζήτηση που ξεκίνησε με ένα πλατύ χαμόγελο και την προτροπή του: «Λοιπόν, πάμε. Αρχισε να πυροβολείς!». 

Λόγω της οικονομικής κρίσης, εσάς τους ιστορικούς και τους οικονομολόγους σας βλέπουμε σαν να είστε οι ψυχολόγοι μας. Προσπαθούμε να καταλάβουμε από τις αντιδράσεις σας πόσο κρίσιμα είναι τα πράγματα και πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση. 
«Δεν ξέρω για τους οικονομολόγους αλλά, ως ιστορικός, μπορώ να σας πω ότι έχουν υπάρξει πάρα πολλές τέτοιες κρίσεις στο παρελθόν. Οι άνθρωποι όμως έχουν πολύ “κοντή” μνήμη. Οταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, είναι επιρρεπείς σε ψεύτικες προσδοκίες και μετά η “φούσκα” σπάει και οι συνέπειες είναι πολύ σοβαρές. Αν κοιτάξουμε λίγο καιρό πίσω, θα δούμε ότι οι τράπεζες πολλών χωρών στο διεθνές τραπεζικό σύστημα είχαν τρελαθεί. Είχαν ξεφύγει. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι οι τράπεζες ακόμη δεν έχουν τεθεί σοβαρά υπό έλεγχο. Και εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι, που πληρώνουμε κανονικά τους φόρους μας, τώρα πληρώνουμε για να ξεπεραστεί η κρίση. Αυτή δεν είναι η πιο σωστή απόφαση που μπορεί να πάρει μια κυβέρνηση. Αυτό δεν πρέπει να το κάνει μια σωστή κυβέρνηση». 

Εννοείτε ότι όποια κυβέρνηση το κάνει θα το βρει μπροστά της;
«Ακριβώς! Αυτές οι κυβερνήσεις θα το βρουν μπροστά τους». 

Σε μια συνέντευξή σας, πριν από δέκα χρόνια, προβλέπατε τη σημερινή οικονομική κρίση. Σήμερα διακρίνετε κάτι που εμείς δεν το βλέπουμε και το οποίο θα έρθει τα επόμενα χρόνια;
«Εχω προβλέψει διάφορα πράγματα στο παρελθόν. Αλλες φορές σωστά, άλλες φορές λάθος. Δεν νομίζω ότι οι ιστορικοί έχουμε κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο στο να προφητεύουμε το μέλλον. Είναι απλή λογική. Η ιδέα που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’90 ότι ο πλούτος των δυτικών κρατών απλώς θα μεγάλωνε ατελείωτα και για πάντα, χωρίς να χρειαστεί κάποια στιγμή να πληρώσουν για αυτό, ήταν απόλυτα λάθος. Ηταν φανερό ότι η οικονομική ευημερία της δεκαετίας του ’90 ήταν υπερβολική και κυρίως στη λάθος κατεύθυνση. Και τώρα πρέπει να πληρώσουμε για αυτό. Και η Ελλάδα πρέπει να πληρώσει για αυτό. Και τα οικονομικά της Βρετανίας όμως είναι παρόμοια με αυτά της Ελλάδας. O οικονομικός μου σύμβουλος μου πρότεινε να μεταφέρω τον τραπεζικό λογαριασμό μου από τη Βρετανία στην Πολωνία. Η γυναίκα μου είναι Πολωνή και έτσι μάλλον θα το κάνω. Αλλωστε, τώρα που μιλάμε, η πολωνική οικονομία είναι στην πραγματικότητα ισχυρότερη από τη βρετανική». 

Πώς συνέβη αυτό; «Είναι πολύ ενδιαφέρον. Απλώς έχουν καλή διακυβέρνηση τα τελευταία δύο-τρία χρόνια και έχουν υπάρξει πολύ προσεκτικοί. Επίσης, το τραπεζικό τους σύστημα είναι σχετικά υπανάπτυκτο, αφού μέχρι πρόσφατα είχαν κομμουνιστικό καθεστώς. Ετσι, είναι τυχεροί που δεν πρόλαβαν να υιοθετήσουν τις πρακτικές που υιοθέτησαν οι δυτικές τράπεζες και, χωρίς να το ξέρουν, προστατεύθηκαν από αυτές τις οικονομικές καταστροφές». 

Είχατε προβλέψει και γράψατε για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης από το 1987. «Το 1987 έγραψα στο περιοδικό “Spectator” ένα άρθρο, λέγοντας ότι ήταν αδύνατον για τη Σοβιετική Ενωση να συνεχίσει να υπάρχει με αυτές τις συνθήκες, εκτός και αν γίνουν συγκεκριμένες αλλαγές. Ηταν τότε ο πόλεμος μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Δύο σοβιετικές δημοκρατίες πολεμούσαν και ο Γκορμπατσόφ στη Μόσχα δεν αντέδρασε. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή, ο Κόκκινος Στρατός, με το αστέρι στα κράνη, θα εμφανιζόταν και θα σταματούσε αυτόν τον πόλεμο. Η στιγμή που η Μόσχα επέτρεψε σε δύο δημοκρατίες της να πολεμούν, εκείνη η στιγμή “μου είπε” ότι η Σοβιετική Ενωση θα διαλυόταν, εκτός αν ο Γκορμπατσόφ είχε στο μυαλό του να κάνει αλλαγές. Δεν είχε όμως καμία αλλαγή στο μυαλό του και έχασε εντελώς τον έλεγχο». 

Υπάρχει κάποια περίοδος στην Ιστορία της Ευρώπης που πρέπει να ξαναμελετήσουν οι πολιτικοί για να δουν πώς θα αντιμετωπίσουν την κρίση και οι πολίτες για να καταλάβουν τι είναι αυτή η κρίση;
«Δεν νομίζω. Ολόκληρη η Ιστορία διατρέχεται από κύκλους που έχουν μέσα τους ευημερία και κρίσεις. Και τώρα περνάμε μια οικονομική κρίση η οποία είναι όσο κακή είναι, αλλά δεν είναι τόσο κακή όσο η κρίση της δεκαετίας του ’20, για παράδειγμα. Το καταλαβαίνω ότι η Ελλάδα έχει επηρεαστεί πολύ από αυτή την κρίση, αλλά στην κρίση του ’20 και του ’30 στη Γερμανία και σε όλη την Κεντρική Ευρώπη υπήρξαν τρομακτικές απώλειες. Η μεσαία τάξη έχασε όλα τα έσοδά της και όλες τις αποταμιεύσεις της και αυτό τότε οδήγησε στην άνοδο του φασισμού. Στις ΗΠΑ επίσης οι δεκαετίες του ’20 και του ’30 ήταν πολύ κακές οικονομικά και ουσιαστικά σώθηκαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». 

Δηλαδή οι ΗΠΑ μπήκαν συνειδητά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να λύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα; «Δεν το έκαναν συνειδητά. Πιστεύω πάντα στον νόμο των “απρόβλεπτων συνεπειών”, όπου συχνά συμβαίνουν γεγονότα για λόγους που κανένας δεν έχει προβλέψει. Οι Γερμανοί όμως και οι ναζιστές ήξεραν πολύ καλά ότι ένας πόλεμος θα βοηθούσε την οικονομία. Γι’ αυτό αποφάσισαν να κάνουν τότε έναν πόλεμο. Αν κέρδιζαν τον πόλεμο, θα ήταν απίστευτα ευεργετικός για αυτούς οικονομικά». 

Υπάρχουν σήμερα μεγάλοι ηγέτες, όπως στο παρελθόν, να πάρουν την Ευρώπη από το χέρι και να την καθοδηγήσουν; «Υπάρχει έλλειψη από μεγάλους πολιτικούς και σπουδαία μυαλά. Για παράδειγμα, δείτε αυτό το ζευγάρι που πρόσφατα τοποθετήθηκε στην κορυφή στις Βρυξέλλες. Αυτή η αγγλίδα κυρία, αυτή η... μαρκησία δεν έχει την παραμικρή εμπειρία (σ.σ.: εννοεί την Κάθριν Αστον, επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας). Εχει λιγότερη πείρα στα εξωτερικά θέματα από την κυρία που μου καθαρίζει το σπίτι». 

Ποιος ηγέτης του παρελθόντος θα ευχόσασταν να ήταν σήμερα παρών για να βοηθήσει σε αυτή την κρίση;
«Δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν. Ολοι οι ηγέτες που μπορώ να σκεφτώ ήταν ηγέτες σε πολύ κακές ιστορικές συγκυρίες. Ξέρω ότι ο κόσμος λέει για τον Τσόρτσιλ. Ο Τσόρτσιλ όμως ήταν ένας πολύ κακός πολιτικός σε καιρό ειρήνης. Οχι κακός, ήταν απαίσιος. Ωστόσο, υπήρξε πολύ ισχυρή προσωπικότητα στον πόλεμο». 

Ποιο λάθος έχει επαναληφθεί πολλές φορές ιστορικά; Διότι φαίνεται ότι το μόνο πράγμα που μαθαίνουμε από την Ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμαστε τίποτε από αυτή.
«Ναι, έτσι είναι. Υπάρχουν μερικά πράγματα όμως που θα έπρεπε να έχουμε διδαχθεί από την Ιστορία. Το λάθος που επαναλαμβάνουμε συνεχώς είναι ότι ακούμε τους πολιτικούς επιστήμονες και άλλους ειδικούς και δεν εμπιστευόμαστε τη δική μας κοινή λογική. Νομίζω ότι θα ήμασταν πολύ καλύτερα αν σταματούσαμε να τους εμπιστευόμαστε και αρχίζαμε να χρησιμοποιούμε την ίδια κοινή λογική που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε κουμάντο στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας και στις δικές μας υποθέσεις. Δείτε τι λέει ο ήρωας του Ντίκενς, ο Γουίλκινς Μικόμπερ, στη νουβέλα “Ντέιβιντ Κόπερφιλντ”: ‘‘όπου μία λίρα και μία πένα λιγότερη σημαίνουν χρεοκοπία, και μια λίρα και μια πένα περισσότερη σημαίνουν σωτηρία’’. Φανερά πράγματα! Είναι πολύ κακή ιδέα για τις κυβερνήσεις να ξοδεύουν εκατομμύρια ευρώ ή λίρες περισσότερα από όσα εισπράττουν. Κοινή λογική! Δεν υπάρχει κάποια φοβερή επιστήμη πίσω από αυτό. Απλώς, κοινή λογική». 

Βλέπω ότι ο ποιητικός τρόπος με τον οποίο γράφετε υπάρχει και στην ομιλία σας. Τον χρησιμοποιείτε για να γίνει πιο εκλαϊκευμένη η γραφή σας; «Είναι πολύ ευγενικό αυτό που λέτε. Δεν μου το έχουν ξαναπεί. Είμαι Ουαλλός και οι Ουαλλοί είμαστε λίγο ποιητικοί τύποι. Είμαι πολύ χαρούμενος που τα βιβλία μου έχουν τόσο μεγάλη αποδοχή από τόσο πολλές χώρες στον κόσμο. Η “Ιστορία της Ευρώπης” έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Οχι στα γερμανικά, φυσικά... Εχει μεταφραστεί όμως στα ιαπωνικά, στα κινεζικά, στα κορεατικά και στα αραβικά. Αυτό είναι πολύ κολακευτικό». 

Στην Ιστορία της ανθρωπότητας τι νομίζετε ότι έχει αποδειχθεί ισχυρότερο; Η δυνατότητα του ανθρώπου να είναι δίκαιος ή η ροπή του στο να είναι άδικος; «Νομίζω ότι η διαβολική μειονότητα – η εγωιστική μειονότητα – πάντα ήταν ικανή να κουμαντάρει την καλοπροαίρετη πλειονότητα. Αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά της πολιτικής. Αυτή, για παράδειγμα, ήταν η δύναμη του Λένιν: Πώς μια μικρή μειονότητα, χωρίς μεγάλη λαϊκή υποστήριξη, μπορεί να πάρει δύναμη από τις μάζες». 

Ο Χίτλερ έλεγε ότι οι μάζες πέφτουν πιο εύκολα θύμα σε ένα μεγάλο ψέμα παρά σε ένα μικρό. «Ακριβώς! Αυτό είναι ένα σλόγκαν που πήρε από την αμερικανική διαφημιστική βιομηχανία και το οποίο είναι και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ολοκληρωτισμού στον 20ό αιώνα. Οσο μεγαλύτερο το ψέμα τόσο πιο πιθανό να το πιστέψουν μεγάλες μάζες ανθρώπων». 

Μιλώντας για μεγάλα ψέματα, οι άνθρωποι, για να καταλάβουν την καθημερινότητά τους, επιστράτευσαν αρχικά τη μυθολογία. Υπάρχει κάποια σύγχρονη μυθολογία που χρησιμοποιούμε για να καταλάβουμε και να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα; «Φυσικά! Ολες οι κοινωνίες ζουν βασικά μέσα από μύθους. Οι μύθοι δημιουργούνται διαρκώς και ξεπροβάλλουν πολύ γρήγορα, προτού οι ιστορικοί προλάβουν να τους διαλύσουν. Οι σύγχρονοι μύθοι είναι τόσο ισχυροί όσο και πριν από χιλιάδες χρόνια. Ψεύτικες ερμηνείες για το παρελθόν και την Ιστορία που, όμως, βοηθούν τους ανθρώπους να καταλάβουν ποιοι είναι. Δείτε και το αντίστροφο: Ενας από τους λόγους που δεν υπάρχει ισχυρή αίσθηση ταυτότητας στην ενωμένη Ευρώπη είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν έχουν έναν παγκόσμιο μύθο στον οποίο να πιστεύουν όλοι, ενώ, αντίθετα, οι εθνικοί μύθοι είναι πολύ ισχυροί». 

Και αυτό είναι κακό; «Βεβαίως! Η Ευρώπη πάσχει στη συναισθηματική σφαίρα της ζωής, στη συναισθηματική σφαίρα της καθημερινότητας. Στην έμπνευση από όπου οι άνθρωποι παρακινούνται στη σωστή κατεύθυνση και εμπνέονται από σπουδαίες ιδέες. Η σύγχρονη Ευρώπη είναι πολύ πεζή, πολύ ορθολογική, πολύ κυνική και συνδεδεμένη με την οικονομική πλευρά της ζωής, με τις αγορές και με τα πλεονεκτήματα που δίνουν αυτές. Δεν δημιουργεί πάθος για να κάνεις πράγματα. Και οι μύθοι που λέγαμε πριν κάνουν τους ανθρώπους παθιασμένους». 

Θέλετε να μας περιγράψετε έναν μύθο των Ελλήνων; «Ξέρω ότι αυτό είναι ένα πολύ ευαίσθητο πεδίο για τους Ελληνες, αλλά, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι οι σύγχρονοι Ελληνες είναι ακριβώς η “απευθείας επιτυχία” των αρχαίων Ελλήνων. Οσο και οι σύγχρονοι Αγγλοι δεν έχουν τίποτε κοινό με αυτούς που κατοικούσαν σε αυτά εδώ τα νησιά πριν από 2.000 χρόνια. Η οικογένειά μου κατάγεται από την Ουαλλία και φυσικά μιλούσαν συνέχεια για την εποχή που η Βρετανία ήταν όλη ουαλλική. Για κανένα νεότερο ευρωπαϊκό έθνος δεν είναι λογικό να διεκδικεί μια αμιγή “εθνική καθαρότητα”. Η Ελλάδα έχει μια πολύπλοκη σύγχρονη Ιστορία. Η αρχαία Ελλάδα κατέρρευσε πριν από περίπου 2.000 χρόνια και συνέβησαν πάρα πολλά ιστορικά γεγονότα ώσπου η σύγχρονη Ελλάδα να δημιουργηθεί τον 19ο αιώνα. Είναι ένας όμορφος μύθος ότι οι σύγχρονοι πολίτες της Αθήνας είναι οι γιοι και οι κόρες του Πλάτωνα. Είμαι και εγώ τόσο γιος του Πλάτωνα όσο είναι οι σημερινοί Αθηναίοι. Προσέξτε, όμως, κάθε έθνος ζει μέσα από μύθους. Οι Ελληνες δεν αποτελείτε εξαίρεση σε αυτό και έχετε τόσους υπέροχους μύθους από τους οποίους μπορείτε να εμπνευστείτε, ώστε έχετε και την τάση να τους πιστεύετε». 

Εδώ όμως θα σας ρωτήσω για τα Γλυπτά του Παρθενώνα που έχετε στο Βρετανικό Μουσείο και για τα δικαιώματα των σύγχρονων Ελλήνων σε αυτά. «Τα Γλυπτά του Παρθενώνα που εδώ ονομάζουν “Ελγίνεια Μάρμαρα” πρέπει να επιστραφούν στην Ελλάδα. Θα ήταν μια πολύ υγιής χειρονομία, όχι μόνο προς την Ελλάδα αλλά και προς τον τρόπο σκέψης όλων των εθνών που έχουν κάνει παρόμοιο κακό. Τα μουσεία των πλούσιων κρατών είναι γεμάτα λάφυρα. Ολα αυτά τα έργα τέχνης τα άρπαξαν ή τα πήραν άνθρωποι όταν πριν από χρόνια είχαν τη δύναμη και τα χρήματα. Νομίζω ότι ο κόσμος εδώ στη Βρετανία τώρα είναι πολύ πιο συνειδητοποιημένος για την ηθική πλευρά του ζητήματος. Μπορούν άλλωστε με την τεχνολογία που υπάρχει σήμερα να φτιάξουν αντίγραφα ώστε, αφού τα επιστρέψουν, να μην είναι και το Βρετανικό Μουσείο άδειο». 

Τι θα συνιστούσατε στους Ελληνες να κρατήσουμε από την Ιστορία μας ώστε να είμαστε πιο αισιόδοξοι για το μέλλον μας; «Αυτή είναι μία από τις θετικές χρήσεις της Ιστορίας. Δίνει αυτοπεποίθηση στον κόσμο για το ποιοι είναι οι άνθρωποι, από πού έρχονται και για την κουλτούρα τους. Οι Ελληνες είστε πάρα πολύ τυχεροί γιατί έχετε μια Ιστορία που ελάχιστοι λαοί στον κόσμο έχουν. Οι περισσότεροι λαοί δεν έχουν την κληρονομιά ενός μεγαλειώδους κράτους, όπως οι Ελληνες. Είναι λογικό τώρα να αισθάνεστε ανασφαλείς. Είστε ένα μικρό έθνος με γείτονες πολύ μεγαλύτερους και ισχυρότερους και αυτό λογικά επηρεάζει τον τρόπο σκέψης και τη διάθεσή σας. Κοντινό παράδειγμα σε εσάς είναι η Πολωνία. Η Πολωνία είναι ένα κράτος με τεράστια Ιστορία, αλλά έχει γείτονες τη Ρωσία και τη Γερμανία που είναι πολύ μεγαλύτερες. Επομένως, η θέση στην οποία βρίσκεστε οι Ελληνες να ξέρετε ότι δεν είναι μοναδική. Σας συμπαθώ ως λαό πάρα πολύ και να ξέρετε ότι θα πρέπει να είστε πιο υπομονετικοί. Δεν είναι όλα μόνο εις βάρος σας». 

Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα δημιουργήσει κάποτε πραγματικούς ευρωπαίους πολίτες;
«Νομίζω ότι θα το κάνει. Χρειάζεται όμως μια σοβαρή κρίση. Αν κοιτάξετε στην Ιστορία, είτε των εθνών είτε πολύ μικρότερων ενώσεων κρατών, το βίωμα, η εμπειρία που τους φέρνει κοντά, που τους ενώνει, είναι συχνά πόλεμοι ή εξωτερικές απειλές, οι οποίες σπρώχνουν τους ανθρώπους να ενωθούν και τους δίνουν μια κοινή αίσθηση αλληλεγγύης. Η ΕΕ δημιουργήθηκε σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη είναι πολύ ειρηνική. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγάλος προστάτης, ενώ η Σοβιετική Ενωση δεν υπάρχει. Οι μοντέρνοι Ευρωπαίοι δεν έχουν τον φόβο κάποιας καταστροφής». 

Η οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει σε αυτή τη σύνδεση και στην αλληλεγγύη μεταξύ των Ευρωπαίων;
«Οχι. Εννοώ μια άλλη κρίση, η οποία βέβαια δεν θα καταστρέψει την Ευρώπη, αλλά θα τους αναγκάσει να συγκεντρώσουν το μυαλό τους. Αυτή η κρίση μπορεί να έρθει είτε από τη Ρωσία – η οποία παραμένει ένα μεγάλο κράτος με έντονη επιρροή και αν, λόγου χάρη, κλείσει τις στρόφιγγες φυσικού αερίου, θα προκαλέσει τεράστια προβλήματα – ή μπορεί να έρθει από τις ΗΠΑ. Η επιρροή των ΗΠΑ στον κόσμο δεν είναι πολύ σταθερή, είναι φθίνουσα και σε κάποιο σημείο θα έχει μια διαμάχη με την Ευρώπη». 

Πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι η καθοριστική που θα μας ενώσει;
«Οχι, δεν πιστεύω στην καθοριστικότητα των οικονομικών κρίσεων στην πολιτική. Προφανώς, μια οικονομική κρίση μπορεί να επιφέρει και άλλου είδους κρίσεις, εδαφικές και άλλες, και τότε το πρόβλημα θα γενικευτεί». 

Δηλαδή πρέπει να έρθει μια ακόμη ισχυρότερη κρίση, ένας πόλεμος;
«Στην πυρηνική εποχή είναι δύσκολο να σκεφτείς έναν πόλεμο. Μοιάζει όμως να υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις που πρέπει να μας κάνουν να σκεφτούμε. Για παράδειγμα, παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τι συμβαίνει στο Ισραήλ, που είναι μια πυρηνική δύναμη. Το Ισραήλ, για 50-60 χρόνια, έχει την εύνοια, αυτό που εγώ αποκαλώ απερίσκεπτη βοήθεια, των ΗΠΑ». 

Συγγνώμη, είπατε απερίσκεπτη βοήθεια;
«Ναι, ανόητη βοήθεια. Και τώρα, για πρώτη φορά, η ισραηλινή και η αμερικανική κυβέρνηση βρίσκονται σε ανοιχτή διαμάχη. Και είναι πολύ διδακτικό αυτό που συμβαίνει. Αυτού του είδους οι κρίσεις φέρνουν στην επιφάνεια διαφορές που οδηγούν τους δύο αντιπάλους στην πηγή των αποφάσεων». 

Φοβάστε για έναν πυρηνικό πόλεμο;
«Οχι άμεσα, αλλά πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν παρανοϊκοί. Το Ισραήλ είναι εξαιρετικά επικίνδυνο αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να αρχίσει να βομβαρδίζει το Ιράν, το οποίο είναι επίσης ένα μεγάλο κράτος και όλοι μπορούμε να φανταστούμε τις συνέπειες από όλο αυτό. Το Ισραήλ είναι ένα ισχυρό κράτος και μπορείτε να φανταστείτε τι θα συμβεί αν ένα τέτοιο ισχυρό κράτος επιδείξει τόση παράνοια. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα όσο υπάρχουν πυρηνικά οπλοστάσια στον κόσμο τα οποία μπορούν σε μερικές ώρες να καταστρέψουν τα πάντα στον πλανήτη». 

Σήμερα, δηλαδή, έχουμε έναν ακήρυχτο Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; «Οχι, όχι, καθόλου δεν το πιστεύω αυτό. Υπάρχουν αντιμαχόμενα συμφέροντα στον πλανήτη, από διαφορετικές κουλτούρες, αλλά δεν βρισκόμαστε στον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι δύσκολο να ξέρουμε από πού θα έρθει ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πιθανόν να έρθει σε κάποια σχέση με την Κίνα, η οποία είναι φανερά η πιο δυναμική χώρα στον πλανήτη σήμερα». 

Και ο λόγος που μπορεί να έρθει από την Κίνα;
«Πάντα, κάθε νέα οικονομική δύναμη, στρατιωτική ή πολιτιστική, καθώς αναπτύσσεται απειλεί τα συμφέροντα των υφιστάμενων δυνάμεων. Και είτε αυτό φτάνει σε μία λύση είτε καταλήγουν σε κάποια διαμάχη ή και πόλεμο. Προς το παρόν, δεν διαφαίνεται κάτι συγκεκριμένο, ιδιαίτερα ανησυχητικό, αλλά, καθώς τα πράγματα προχωρούν στον 21ο αιώνα, είναι πολύ πιθανό να ξεκινήσει μια παγκόσμια διαμάχη στην οποία θα εμπλακεί η Κίνα». 

Πιστεύετε ότι ένας ιστορικός, κοιτάζοντας προς τα πίσω, κοιτάζει κατά κάποιον τρόπο μέσα από την κλειδαρότρυπα της αιωνιότητας; «Η αιωνιότητα είναι από την άλλη κατεύθυνση. Οι ιστορικοί είναι καλοί στο να παρακολουθούν τα γεγονότα, να αναγνωρίζουν καταστάσεις και πώς δουλεύουν κράτη και μεγάλοι οργανισμοί και στο να λένε τη γνώμη τους για το πώς να αποφευχθεί η καταστροφή». 

Για ποιον λόγο οι κυβερνήσεις δεν συμβουλεύονται τους ιστορικούς; «Δεν ξέρω, μη ρωτάτε εμένα. Εχω μιλήσει με πολλούς πολιτικούς, οι οποίοι με έχουν ρωτήσει με ενδιαφέρον, αλλά οι πολιτικοί νοιάζονται για την πολιτική πολύ βραχυπρόθεσμα. Νοιάζονται για τις ψήφους. Νοιάζονται για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κρίση αύριο το πρωί και πώς θα τα βγάλουν πέρα αύριο. Οι πολιτικοί στερούνται ιστορικής προοπτικής». 

Η Ευρώπη έχει τόσα διαφορετικά έθνη και κουλτούρες. Υπάρχει κάτι κοινό ώστε να μας κρατήσει ενωμένους σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς;
«Νομίζω ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αυτές τις ημέρες συνειδητοποιούν ότι τα μικρά έθνη δεν μπορούν πλέον να τα υποβιβάζουν και δεν εννοώ στρατιωτικά. Εννοώ και οικονομικά και πολιτιστικά. Είτε θα μείνουμε ενωμένοι είτε θα διαλυθούμε. Αυτοί που παίρνουν αποφάσεις σήμερα είναι οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία»... 

Η Ινδία παίρνει αποφάσεις;
«Η Ινδία γίνεται όλο και πιο ισχυρή και με επιρροή. Πιο ισχυρή από τη Βρετανία, σίγουρα. Για σκεφτείτε το. Τα πράγματα αλλάζουν τόσο γρήγορα. Πριν από 50 χρόνια, ποιος θα “έβλεπε” ότι η Ινδία θα γινόταν πιο ισχυρή από τη Βρετανία;». 

Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία. Σε ποιο ιστορικό σημείο βρίσκονται σήμερα;
«Είναι όλα μεγάλα κράτη που έχουν περάσει από τεράστιες καταστροφές και αποτυχίες. Η Γερμανία, φυσικά, που είναι το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κράτος, γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή από όλους. Σχεδόν έφτασαν να γίνουν κυβερνήτες του κόσμου και καταστράφηκαν εντελώς. Και οι Γερμανοί είναι πολύ επηρεασμένοι από αυτή την ανάμνηση. Οι Γάλλοι και οι Αγγλοι, σε μικρότερη έκταση φυσικά, είναι πολύ επηρεασμένοι από την ανάμνηση των αυτοκρατοριών τους». 

Πιστεύετε ότι θέλουν να ξαναφτιάξουν τις αυτοκρατορίες τους; «Οχι. Υπάρχουν πια άλλοι τύποι αυτοκρατοριών. Αλλοι τρόποι να κυριαρχήσεις στον κόσμο».
Οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ θα βγουν ισχυρότερες από αυτή την κρίση;
«Μου ζητάτε να μαντέψω. Αυτή η κρίση άλλα κράτη θα τα κάνει να υποφέρουν και να πάθουν ζημιά και άλλα να ευνοηθούν. Την περασμένη εβδομάδα διάβασα ένα άρθρο σε γερμανικό περιοδικό που έγραφε ότι η γειτονική Πολωνία είναι καλύτερα οικονομικά από τη Γερμανία και πολλοί γερμανοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, σε 10-20 χρόνια, η Πολωνία θα είναι πιο πλούσια από τη Γερμανία. Προφανώς, αυτό είναι ένα συμπέρασμα που μπορεί και να μην επαληθευθεί. Ωστόσο, μερικά πρώην φτωχά κράτη θα γίνουν ευκατάστατα. Δείτε το παράδειγμα που έχουμε εδώ στη Βρετανία με την Ιρλανδία. Η Ιρλανδία, πριν από 30 χρόνια, ήταν ένας πολύ φτωχός γείτονας. Μέσα σε 30 χρόνια, από το 1970 ως το 2000, έγινε πιο πλούσια από το Ηνωμένο Βασίλειο. Και τώρα αντιμετωπίζει πάλι μεγαλύτερη οικονομική κρίση από εμάς. Η Ιρλανδία περνάει μεγαλύτερη οικονομική κρίση και από την Ελλάδα. Αρα, βλέπουμε ότι μέσα σε 30 χρόνια έχουν υπάρξει τόσες αλλαγές και είναι λογικό να πιστεύουμε ότι στα επόμενα 20-30 χρόνια ορισμένες χώρες που είναι τώρα φτωχές μπορεί να γίνουν πλούσιες». 

Πιστεύετε ότι υπήρξε κάποιο έθνος στο παρελθόν που πλησίασε το «ιδανικό»;
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που είναι ιδανικά. Υπήρξαν κάποια κράτη, τα οποία έχουν προστατεύσει την ευτυχία και την ευημερία των πολιτών τους, αλλά αυτό είναι όλο. Για παράδειγμα, δεν νομίζω ότι η Ευρώπη μπορεί να γίνει σαν την Ελβετία, δεν μπορεί να φτάσει σε τέτοιο σημείο, χωρίς να υπάρχει αλληλοβοήθεια στα κράτη-μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πολύ απογοητευτική. Νιώθω πολύ Ευρωπαίος και θα ήθελα η Ευρώπη να είναι πιο αποτελεσματική και δημοκρατική από όσο είναι σήμερα».

Ο ιστορικός είναι κυρίως κάποιος που ανακαλύπτει νέα στοιχεία ή κάποιος που αναλύει τα στοιχεία που ήδη υπάρχουν με νέο τρόπο σκέψης;
«Αυτή είναι πολύ καλή ερώτηση. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία ιστορικών. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά πράγματα, από ιστορική άποψη, τα οποία δεν έχουν ήδη ανακαλυφθεί. Νομίζω ότι η επανατοποθέτηση της ήδη υπάρχουσας γνώσης και η επανεξέταση όλων αυτών που ήδη ξέρουμε, με έναν διαφορετικό τρόπο, μια νέα ματιά, αυτός είναι ένας πολύ απαραίτητος τρόπος σκέψης που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι». 

Υπάρχει διαφορά αν η Ιστορία γράφεται από έναν ιστορικό που πιστεύει στον Θεό σε σχέση με έναν άθεο; «Ναι, το πιστεύω. Φυσικά! Οπως υπάρχει διαφορά σε έναν ιστορικό που πιστεύει σε οτιδήποτε από έναν ιστορικό που δεν πιστεύει τίποτε. Δεν μπορεί να διαχωριστεί το γράψιμο της Ιστορίας από τον ιστορικό που την καταγράφει. Ο ιστορικός είναι πάντα ένα κομμάτι της Ιστορίας. Αν είσαι οξυδερκής αναγνώστης, μπορείς να καταλάβεις, σε κάθε σελίδα, ποια είναι αυτά που πιστεύει ο ιστορικός και ποια είναι αυτά που δεν πιστεύει». 

Μπορεί, επομένως, ένας ιστορικός να γράψει όντας απόλυτα ουδέτερος; «Μπορεί. Είναι όμως πολύ σημαντικό ο ιστορικός να ξεκαθαρίζει στο βιβλίο του σε ποιο σημείο γράφει την προσωπική του κρίση, δηλώνοντάς το ξεκάθαρα. Πολλοί ιστορικοί γράφουν χωρίς να διαχωρίζουν την υποκειμενική τους κρίση και αυτό είναι πολύ δυσάρεστο». 

Πείτε μου κάποιον ιστορικό που υπήρξε «ανήθικος» στην καταγραφή της Ιστορίας και κάποιον που ήταν «ηθικός». «Αυτή είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Πιστεύω ότι οι εθνικιστές ιστορικοί είναι οι πιο ανέντιμοι. Και πιστεύω ότι οι άγγλοι εθνικιστές ιστορικοί είναι από τους χειρότερους. Είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις κριτική και πολύ πιο δύσκολο να είσαι αντικειμενικός. Ολοι είμαστε υποκειμενικοί. Η τίμια στάση ενός ιστορικού όμως έγκειται στο να παραδέχεται “εδώ είναι η προσωπική μου γνώμη”, καθώς επίσης και στο να είναι ανοιχτός σε διαφορετικές απόψεις και να μην είναι δογματικός σε ό,τι υποστηρίζει». 

Ενα σχολείο που θα έχει μαθητές με εξαιρετικές γνώσεις στην Ιστορία θα δώσει στην κοινωνία καλύτερους αυριανούς πολίτες; «Είμαι σίγουρος ότι θα είναι έτσι. Η Ιστορία σε διδάσκει ότι υπάρχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες να δεις τα γεγονότα, αλλά οι διαφορές πρέπει να είναι σεβαστές, και ότι το να ανακαλύψεις την αλήθεια στην Ιστορία είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατον μερικές φορές. Το χειρότερο πράγμα για τους ανθρώπους είναι να είναι απόλυτα βέβαιοι και δογματικοί σε ό,τι πιστεύουν. Ο δογματισμός οδηγεί πάντα σε διαμάχες». 

Η γνώση της Ιστορίας είναι χρήσιμη στην καθημερινή ζωή;
«Φυσικά. Η γνώση της Ιστορίας μπορεί να προετοιμάσει τους ανθρώπους, να κάνει πιο ευαίσθητες τις κεραίες και τη στάση τους. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι έχουν λανθασμένη στάση, διότι μαθαίνουν τη λάθος ιστορία και για λάθος λόγους. Δυστυχώς, η κακή καταγραφή της Ιστορίας είναι πιο συνηθισμένη από την καλή καταγραφή της». 

Ποια είναι η κοινή λογική που πρέπει να ακολουθήσουν σήμερα οι έλληνες πολίτες; Πείτε μου και ένα γκραφίτι για να γράψω στους τοίχους της Αθήνας.
«Χα! Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να θυμάστε στην Ελλάδα είναι ότι έχουν υπάρξει πολλές και χειρότερες οικονομικές κρίσεις. Εχουν υπάρξει και εξακολουθούν να υπάρχουν πόλεμοι καθώς και φυσικές καταστροφές που είναι εκατοντάδες φορές χειρότερες από αυτό που ζούμε σήμερα. Είναι όντως πολύ άσχημα τα πράγματα, αλλά δεν είναι τόσο άσχημα». 

Μας λέτε, δηλαδή, «μην ανησυχείτε, τα πράγματα μπορεί πάντα να γίνουν χειρότερα»;
«Αυτό είναι σημαντικό, μη νομίζεις. Για το γκραφίτι θα σου πω ότι ο εθνικός ύμνος της Πολωνίας αρχίζει με τον εξής στίχο: “Η Πολωνία ακόμη δεν πέθανε όσο εμείς είμαστε ζωντανοί”. Ετσι το γκραφίτι στην Αθήνα θα έπρεπε να γράφει: “Η Ελλάς δεν θα πεθάνει όσο εμείς είμαστε ζωντανοί”. Είδατε ότι χρησιμοποιώ τη λέξη “Hellas” και όχι “Greece”, έτσι; Υπάρχει ακόμη πολλή ελπίδα, μην ανησυχείτε. Η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από πολύ χειρότερες κρίσεις. Θυμηθείτε, άλλωστε: Η Ελλάδα δεν δημιουργήθηκε αργά και μεθοδικά. Αστραποβόλησε»! 

Πηγή: BHMagazino, τεύχος 495, σελ. 24-32, 11/04/2010.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Η Λαϊκή Δημοκρατία του Άρη Θεσ/νίκης

Από τον Κοντομηνά και τους ψευτοσεΐχηδες, οι Κίτρινοι της Θεσσαλονίκης- χάρη και στο σωτήριο άρθρο 44- πέρασαν στα χέρια των οπαδών τους και επιδεικνύουν αξιόλογη σταθερότητα, μολονότι δεν έχουν πολυεκατομμυριούχο μεγαλομέτοχο

Πώς λειτουργεί το (συμμετοχικό για τους οπαδούς) μοντέλο διοίκησης της ΠΑΕ μέσα από τη Λέσχη Φίλων Αρη, η οποία αριθμεί 6.204 μέλη αλλά στοχεύει στις 20.000.


(του Δημήτρη Δραγώγια) 

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1997-98 ο Αρης είχε υποβιβαστεί στη Β΄ Εθνική, πληρώνοντας κυρίως διοικητικά λάθη. Την επόμενη σεζόν επέστρεψε εύκολα στην Α΄ Εθνική, με όραμα τις καλύτερες ημέρες, που υποσχόταν η ανάμειξη του επιχειρηματία κ. Δημήτρη Κοντομηνά στα διοικητικά, πήρε το εισιτήριο για το Κύπελλο UΕFΑ αμέσως, προχώρησε έναν γύρο, αποκλείοντας την ελβετική Σερβέτ σε ένα ματς-θρίλερ στη Γενεύη και απείλησε την ισπανική Θέλτα. O κ. Κοντομηνάς έφυγε με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο που ενεπλάκη στον Αρη και η ΠΑΕ των Κιτρίνων της Θεσσαλονίκης έμοιαζε με ακυβέρνητη πολιτεία. Ηταν η εποχή της ευδαιμονίας του Χρηματιστηρίου και της ψηφιακής πλατφόρμας με τις «παχιές (τηλεοπτικές) αγελάδες» για τις ελληνικές ομάδες. Παράλληλα, όμως, όπως και άλλες ομάδες, ο Αρης κατέστη έρμαιο των αρπακτικών διαθέσεων τυχοδιωκτών όντας ευάλωτος, αλλά και λόγω της αδυναμίας της πολιτείας να θεσπίσει περιοριστικούς κανόνες για το μπλοκάρισμα περιπτώσεων «επενδυτών της μπάλας» όπως ο πολυθρύλητος Ελληνοαμερικανός Τζον Ζαχουδάνης και οι αραβοϊσπανοί ψευτοσεΐχηδες Αλ Κάσιμι και Μπεν Αλί. Φουρνιές ποδοσφαιριστών αποχώρησαν, ατελείωτες ήταν οι λίστες των προμηθευτών στους οποίους η ΠΑΕ όφειλε χρήματα, και μόνο χάρη στο φιλότιμο ορισμένων οπαδών της η ομάδα κατάφερνε να συντηρείται αγωνιστικά. Τελικά τον Νοέμβριο του 2004 μεθοδεύτηκε η (οικονομικά) σωτήρια υπαγωγή της ΠΑΕ στο άρθρο 44 με τη διαγραφή- ουσιαστικά- 15,5 εκατ. ευρώ χρεών που απειλούσαν με διάλυση τον σύλλογο. Ωστόσο, το 2005 ο Αρης υποβιβάστηκε, δεύτερη φορά στην ιστορία του, στη Β΄ Εθνική για να επιστρέψει την επόμενη σεζόν στην Α΄ Εθνική, όπου έκτοτε είναι σταθερά στην πεντάδα του πρωταθλήματος. Πώς όμως τα καταφέρνουν οι Κίτρινοι χωρίς να έχουν κάποιον πολυεκατομμυριούχο μεγαλομέτοχο; 
 
Η ανάδειξη νέας διοίκησης στην ΠΑΕ Αρης τον Μάιο του 2009 μέσα από μια πρωτόγνωρη διαδικασία για το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο δημιούργησε νέα δεδομένα στο μοντέλο διοίκησης μιας Αθλητικής Ανώνυμης Εταιρείας. Η αλλαγή σκυτάλης στην προεδρία από τον κ. Λάμπρο Σκόρδα στον κ. Θανάση Αθανασιάδη , μέσα από ψηφοφορία μεταξύ των μελών του φορέα της Λέσχης Φίλων Αρη (ΛΕΦΑ), έδινε τις πρώτες απαντήσεις σε όσους αμφισβητούσαν τη δημοκρατικότητα στην εκλογική διαδικασία μιας ΠΑΕ. Ενάμιση χρόνο αργότερα, η ΛΕΦΑ αριθμεί ήδη 6.204 μέλη, αλλά ο στόχος είναι πολύ μεγαλύτερος.

Η Λέσχη δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 2006 « για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ΠΑΕ Αρης», σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού της. Τα εννέα φυσικά πρόσωπα που έχουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των μετοχών της ΠΑΕ έχουν εκχωρήσει το δικαίωμα χρήσης τους στο ΔΣ της Λέσχης. Με απλά λόγια, τα μέλη του νέου φορέα εκλέγουν ανά διετία τη διοίκηση της ΠΑΕ Αρης με απλές δημοκρατικές διαδικασίες, κατά παραλλαγή του μοντέλου διοίκησης ισπανικών συλλόγων όπως η Μπαρτσελόνα.

Εκ των αποτελεσμάτων στον ορθό δρόμο

Το νέο μοντέλο διοίκησης της ΠΑΕ Αρης αντιμετωπίστηκε αρχικά με αρκετή δυσπιστία. Δεν υπήρχε ιδιοκτήτης ούτε μεγαλομέτοχος, παρά μόνο εννέα φυσικά πρόσωπα που κατείχαν τις μετοχές της ΠΑΕ χωρίς κανένα από αυτά να διαθέτει ποσοστό μεγαλύτερο του 9%. Ουσιαστικά μέσα από τη διαδικασία εκλογής των ΔΣ της ΠΑΕ από τα μέλη της ΛΕΦΑ ελέγχεται η διαχείριση των εσόδων, περιορίζεται στο ελάχιστο η κακοδιαχείριση, αφού υπάρχει πάντα η «απειλή» μιας πρότασης μομφής, εκμηδενίζεται ο κίνδυνος εμφάνισης τυχοδιωκτών που βαπτίζονται επενδυτές, όπως πολλάκις παρουσιάστηκαν στο παρελθόν.

Ετσι λειτουργεί μια ιδιότυπη «λαϊκή δημοκρατία» του Αρη υπό την έννοια ότι ο οπαδός αποκτά έναν ρόλο έχοντας μια σχέση συμμετοχής στα κοινά της αγαπημένης του ομάδας. Ολα αυτά, ως τις 16.6.2006, ημερομηνία κατά την οποία η ΛΕΦΑ αποκτά νομική υπόσταση και επίσημο χαρακτήρα, ακούγονταν ρομαντικά ίσως και ανέφικτα. Ωστόσο, η πορεία του Αρη στα τελευταία τέσσερα χρόνια αποδεικνύει ότι ο δρόμος που ακολουθήθηκε ήταν ορθός. Η ποδοσφαιρική ομάδα αποκτά αξιόλογη σταθερότητα στο top 5 της βαθμολογίας, με τρεις ευρωπαϊκές συμμετοχές σε τέσσερα χρόνια και δύο συμμετοχές σε τελικούς Κυπέλλου Ελλάδας.

Από την περυσινή περίοδο η εκλεγμένη διοίκηση υπό τον κ. Αθανασιάδη, που διαδέχθηκε τον κ. Σκόρδα, επένδυσε σε ένα βαρύ όνομα για τον πάγκο της ομάδας, τον Αργεντινό κ. Εκτορ Ραούλ Κούπερ. Εναν χρόνο αργότερα, ο Αρης προκρίνεται στους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ, καταγράφοντας μια ιστορική νίκη επί της κατόχου του Σούπερ Καπ Ευρώπης Ατλέτικο Μαδρίτης και σπάζοντας μια δωδεκαετή παράδοση αρνητικών αποτελεσμάτων στο γήπεδο της Τούμπας, νικώντας τον «αιώνιο» αντίπαλο ΠΑΟΚ. Αλλά και σε οικονομικό επίπεδο, η χρονιά ενδέχεται να μην είναι απλώς ισοσκελισμένη, αλλά να παρουσιάσει πλεόνασμα το οποίο σήμερα ακόμη δεν μπορεί να εκτιμηθεί καθώς εκκρεμούν προσδοκώμενα έσοδα.

Αιμοδότης της ομάδας ο «λαός του Αρη»

Το επόμενο ερώτημα είναι αν η ΛΕΦΑ αποκτήσει τέτοια δυναμική που να βοηθά και οικονομικά την ΠΑΕ. Η διοίκηση της ΠΑΕ Αρης εκλέγεται από τα μέλη της Λέσχης και είναι υπεύθυνη για την εύρυθμη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρείας. Δηλαδή, αν προκύψει οικονομικό άνοιγμα, η διοίκηση της ΠΑΕ υποχρεούται να αντεπεξέλθει σε αυτό και όχι η ΛΕΦΑ. Ετσι, ο πρόεδρος της ΠΑΕ Αρης είναι υποχρεωμένος να εκπονήσει ένα business plan βάσει του οποίου η ομάδα θα έχει αυξημένα έσοδα.

«Οι οπαδοί και μόνον οι οπαδοί είναι αυτοί που θα βοηθήσουν την ομάδα στις δύσκολες καταστάσεις. Αν ήμασταν 20.000 μέλη, τότε θα είχαμε καλύψει το υπάρχον άνοιγμα των 2 εκατ.ευρώ.Αν αυξηθούν τα μέλη τότε η διοίκηση θα μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία να ανανεώσει άμεσα το συμβόλαιο του Κούπερ. Ο λαός του Αρη αλλά και η Λέσχη είναι οι ιδιοκτήτες της ΠΑΕ» αναφέρει ο πρόεδρος της Λέσχης κ. Γιάννης Γρανούζης . Περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 2010 η ΛΕΦΑ προχώρησε σε διάθεση 10.000 κουπονιών από τα οποία διατέθηκαν συνολικά 8.171 προς 10 ευρώ και έτσι συγκεντρώθηκε το απαιτούμενο ποσό για να καλυφθεί πρόστιμο 70.000 ευρώ που είχε επιβληθεί στην ΠΑΕ Αρης.

Στόχος είναι η αύξηση των μελών και ως εκ τούτου μια γενναία οικονομική ένεση στην εκάστοτε διοίκηση της ΠΑΕ. « Αν ήμασταν 20.000 μέλη τότε θα είχαμεκαλύψει τα 2 εκατ. ευρώ και το 80% του αγωνιστικού μπάτζετ θα μειωνόταν στο 65%,οπότε και θα ήμασταν μέσα στα στάνταρ που θέτει η UΕFΑ » υποστηρίζει ο αντιπρόεδρος της ΛΕΦΑ, δις ασημένιος ολυμπιονίκης του τάε κβον ντο, Αλέξανδρος Νικολαΐδης , προσθέτοντας: « Δεν πιστεύω ότι είναι μια πραγματική εικόνα του κόσμου του Αρη. Γνωρίζω τη δυναμική του και είναι κρίμα να μη διοχετεύεται.Είναι ο μοναδικός οπαδός που έχει την ευκαιρία να διοικήσει τον σύλλογο.Θέλουμε τη βοήθεια του κόσμου με την εγγραφήστη Λέσχη ».  

Η αγωνιστική επιτυχία φέρνει και χρήμα

Η πρόκριση του Αρη στους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ πολλαπλασίασε τα έσοδα, υπερκαλύπτοντας την εξωπραγματική για τα δεδομένα του συλλόγου δαπάνη (1 εκατ. ευρώ) για την αμοιβή ενός προπονητή πολυτελείας όπως ο κ. Κούπερ, αλλά η επένδυση έπιασε τόπο. Για πρώτη φορά προκύπτουν δεδομένα έσοδα, εκτός τηλεοπτικών συμβολαίων, ύψους 4 εκατ. ευρώ και η νέα πηγή είναι η UΕFΑ που πριμοδότησε ως τώρα συνολικά με 2,22 εκατ. ευρώ την επιτυχία του Αρη να μετάσχει στους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ.

Η αγωνιστική επιτυχία συνδυάζεται και με την οικονομική από τη στιγμή που αναμένονται επιπρόσθετα έσοδα από τα bonus των χορηγών και υποστηρικτών. Ολα αυτά σε συνδυασμό με τις περικοπές- λόγω κρίσης- στα συμβόλαια που σχεδόν όλοι οι ποδοσφαιριστές αποδέχθηκαν απέφεραν ένα μπάτζετ διαχειρίσιμο χωρίς υπερβολές και μια ομάδα ανταγωνιστική που δημιουργεί προσδοκίες για μεγαλύτερες αγωνιστικές επιτυχίες υπό τις οδηγίες του κ. Κούπερ, ο οποίος συγκεντρώνει ασύλληπτα ποσοστά δημοφιλίας και αποδοχής.

Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, το μοντέλο διοίκησης της ΠΑΕ Αρης με την ενεργό συμμετοχή του φιλάθλου θεωρείται από τους εμπνευστές και ιδρυτές της ΛΕΦΑ ως μοναδικός και σίγουρος τρόπος προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα του συλλόγου. Το επόμενο στοίχημα είναι η γιγάντωσή της σε αριθμό μελών ώστε να δοθεί και μια απάντηση στο πού οριοθετείται το ταβάνι των στόχων μιας ομάδας που θέλει να διακριθεί χωρίς πολυεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη.

Η διεθνής δραστηριότητα της Λέσχης

Η ΛΕΦΑ έχει δραστηριοποιηθεί και διεθνώς με τη συμμετοχή της σε σεμινάρια με θεματολογία που αφορούσε την «αθλητική βία», τις «σχέσεις οπαδών- ομάδων- Αστυνομίας - πολιτείας», τη «συμμετοχική διοίκηση σε ποδοσφαιρικούς συλλόγους» και σε ετήσια συνέδρια της FΙFΑ και της UΕFΑ, όπως αυτό στη Βαρκελώνη (17-18 Ιουλίου 2010) με τίτλο «Μoney can΄t buy passion» («Τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν το πάθος»). Επίσης, στις 26 Αυγούστου εκπρόσωποι της ΛΕΦΑ συναντήθηκαν με ομολόγους της οργάνωσης Football Αgainst Racism in Εurope επισημοποιώντας τη συνεργασία τους στην καταπολέμηση του ρατσισμού στα γήπεδα.

Πηγή:  ΤΟ ΒΗΜΑ, 10.10.2010

Why Doing a PHD is often a Waste Of Time

The Disposable Academic



ON THE evening before All Saints’ Day in 1517, Martin Luther nailed 95 theses to the door of a church in Wittenberg. In those days a thesis was simply a position one wanted to argue. Luther, an Augustinian friar, asserted that Christians could not buy their way to heaven. Today a doctoral thesis is both an idea and an account of a period of original research. Writing one is the aim of the hundreds of thousands of students who embark on a doctorate of philosophy (PhD) every year. 

In most countries a PhD is a basic requirement for a career in academia. It is an introduction to the world of independent research—a kind of intellectual masterpiece, created by an apprentice in close collaboration with a supervisor. The requirements to complete one vary enormously between countries, universities and even subjects. Some students will first have to spend two years working on a master’s degree or diploma. Some will receive a stipend; others will pay their own way. Some PhDs involve only research, some require classes and examinations and some require the student to teach undergraduates. A thesis can be dozens of pages in mathematics, or many hundreds in history. As a result, newly minted PhDs can be as young as their early 20s or world-weary forty-somethings. 

One thing many PhD students have in common is dissatisfaction. Some describe their work as “slave labour”. Seven-day weeks, ten-hour days, low pay and uncertain prospects are widespread. You know you are a graduate student, goes one quip, when your office is better decorated than your home and you have a favourite flavour of instant noodle. “It isn’t graduate school itself that is discouraging,” says one student, who confesses to rather enjoying the hunt for free pizza. “What’s discouraging is realising the end point has been yanked out of reach.”

Whining PhD students are nothing new, but there seem to be genuine problems with the system that produces research doctorates (the practical “professional doctorates” in fields such as law, business and medicine have a more obvious value). There is an oversupply of PhDs. Although a doctorate is designed as training for a job in academia, the number of PhD positions is unrelated to the number of job openings. Meanwhile, business leaders complain about shortages of high-level skills, suggesting PhDs are not teaching the right things. The fiercest critics compare research doctorates to Ponzi or pyramid schemes. 

Rich pickings

For most of history even a first degree at a university was the privilege of a rich few, and many academic staff did not hold doctorates. But as higher education expanded after the second world war, so did the expectation that lecturers would hold advanced degrees. American universities geared up first: by 1970 America was producing just under a third of the world’s university students and half of its science and technology PhDs (at that time it had only 6% of the global population). Since then America’s annual output of PhDs has doubled, to 64,000. 

Other countries are catching up. Between 1998 and 2006 the number of doctorates handed out in all OECD countries grew by 40%, compared with 22% for America. PhD production sped up most dramatically in Mexico, Portugal, Italy and Slovakia. Even Japan, where the number of young people is shrinking, churned out about 46% more PhDs. Part of that growth reflects the expansion of university education outside America. Richard Freeman, a labour economist at Harvard University, says that by 2006 America was enrolling just 12% of the world’s students.

But universities have discovered that PhD students are cheap, highly motivated and disposable labour. With more PhD students they can do more research, and in some countries more teaching, with less money. A graduate assistant at Yale might earn $20,000 a year for nine months of teaching. The average pay of full professors in America was $109,000 in 2009—higher than the average for judges and magistrates. 

Indeed, the production of PhDs has far outstripped demand for university lecturers. In a recent book, Andrew Hacker and Claudia Dreifus, an academic and a journalist, report that America produced more than 100,000 doctoral degrees between 2005 and 2009. In the same period there were just 16,000 new professorships. Using PhD students to do much of the undergraduate teaching cuts the number of full-time jobs. Even in Canada, where the output of PhD graduates has grown relatively modestly, universities conferred 4,800 doctorate degrees in 2007 but hired just 2,616 new full-time professors. Only a few fast-developing countries, such as Brazil and China, now seem short of PhDs. 

A short course in supply and demand

In research the story is similar. PhD students and contract staff known as “postdocs”, described by one student as “the ugly underbelly of academia”, do much of the research these days. There is a glut of postdocs too. Dr Freeman concluded from pre-2000 data that if American faculty jobs in the life sciences were increasing at 5% a year, just 20% of students would land one. In Canada 80% of postdocs earn $38,600 or less per year before tax—the average salary of a construction worker. The rise of the postdoc has created another obstacle on the way to an academic post. In some areas five years as a postdoc is now a prerequisite for landing a secure full-time job. 

These armies of low-paid PhD researchers and postdocs boost universities’, and therefore countries’, research capacity. Yet that is not always a good thing. Brilliant, well-trained minds can go to waste when fashions change. The post-Sputnik era drove the rapid growth in PhD physicists that came to an abrupt halt as the Vietnam war drained the science budget. Brian Schwartz, a professor of physics at the City University of New York, says that in the 1970s as many as 5,000 physicists had to find jobs in other areas. 

In America the rise of PhD teachers’ unions reflects the breakdown of an implicit contract between universities and PhD students: crummy pay now for a good academic job later. Student teachers in public universities such as the University of Wisconsin-Madison formed unions as early as the 1960s, but the pace of unionisation has increased recently. Unions are now spreading to private universities; though Yale and Cornell, where university administrators and some faculty argue that PhD students who teach are not workers but apprentices, have resisted union drives. In 2002 New York University was the first private university to recognise a PhD teachers’ union, but stopped negotiating with it three years later. 

In some countries, such as Britain and America, poor pay and job prospects are reflected in the number of foreign-born PhD students. Dr Freeman estimates that in 1966 only 23% of science and engineering PhDs in America were awarded to students born outside the country. By 2006 that proportion had increased to 48%. Foreign students tend to tolerate poorer working conditions, and the supply of cheap, brilliant, foreign labour also keeps wages down.

A PhD may offer no financial benefit over a master’s degree. It can even reduce earnings.
 
Proponents of the PhD argue that it is worthwhile even if it does not lead to permanent academic employment. Not every student embarks on a PhD wanting a university career and many move successfully into private-sector jobs in, for instance, industrial research. That is true; but drop-out rates suggest that many students become dispirited. In America only 57% of doctoral students will have a PhD ten years after their first date of enrolment. In the humanities, where most students pay for their own PhDs, the figure is 49%. Worse still, whereas in other subject areas students tend to jump ship in the early years, in the humanities they cling like limpets before eventually falling off. And these students started out as the academic cream of the nation. Research at one American university found that those who finish are no cleverer than those who do not. Poor supervision, bad job prospects or lack of money cause them to run out of steam.

Even graduates who find work outside universities may not fare all that well. PhD courses are so specialised that university careers offices struggle to assist graduates looking for jobs, and supervisors tend to have little interest in students who are leaving academia. One OECD study shows that five years after receiving their degrees, more than 60% of PhDs in Slovakia and more than 45% in Belgium, the Czech Republic, Germany and Spain were still on temporary contracts. Many were postdocs. About one-third of Austria’s PhD graduates take jobs unrelated to their degrees. In Germany 13% of all PhD graduates end up in lowly occupations. In the Netherlands the proportion is 21%.

PhD graduates do at least earn more than those with a bachelor’s degree. A study in the Journal of Higher Education Policy and Management by Bernard Casey shows that British men with a bachelor’s degree earn 14% more than those who could have gone to university but chose not to. The earnings premium for a PhD is 26%. But the premium for a master’s degree, which can be accomplished in as little as one year, is almost as high, at 23%. In some subjects the premium for a PhD vanishes entirely. PhDs in maths and computing, social sciences and languages earn no more than those with master’s degrees. The premium for a PhD is actually smaller than for a master’s degree in engineering and technology, architecture and education. Only in medicine, other sciences, and business and financial studies is it high enough to be worthwhile. Over all subjects, a PhD commands only a 3% premium over a master’s degree.

Dr Schwartz, the New York physicist, says the skills learned in the course of a PhD can be readily acquired through much shorter courses. Thirty years ago, he says, Wall Street firms realised that some physicists could work out differential equations and recruited them to become “quants”, analysts and traders. Today several short courses offer the advanced maths useful for finance. “A PhD physicist with one course on differential equations is not competitive,” says Dr Schwartz.

Many students say they are pursuing their subject out of love, and that education is an end in itself. Some give little thought to where the qualification might lead. In one study of British PhD graduates, about a third admitted that they were doing their doctorate partly to go on being a student, or put off job hunting. Nearly half of engineering students admitted to this. Scientists can easily get stipends, and therefore drift into doing a PhD. But there are penalties, as well as benefits, to staying at university. Workers with “surplus schooling”—more education than a job requires—are likely to be less satisfied, less productive and more likely to say they are going to leave their jobs. 

The interests of universities and tenured academics are misaligned with those of PhD students
Academics tend to regard asking whether a PhD is worthwhile as analogous to wondering whether there is too much art or culture in the world. They believe that knowledge spills from universities into society, making it more productive and healthier. That may well be true; but doing a PhD may still be a bad choice for an individual.
The interests of academics and universities on the one hand and PhD students on the other are not well aligned. The more bright students stay at universities, the better it is for academics. Postgraduate students bring in grants and beef up their supervisors’ publication records. Academics pick bright undergraduate students and groom them as potential graduate students. It isn’t in their interests to turn the smart kids away, at least at the beginning. One female student spoke of being told of glowing opportunities at the outset, but after seven years of hard slog she was fobbed off with a joke about finding a rich husband.

Monica Harris, a professor of psychology at the University of Kentucky, is a rare exception. She believes that too many PhDs are being produced, and has stopped admitting them. But such unilateral academic birth control is rare. One Ivy-League president, asked recently about PhD oversupply, said that if the top universities cut back others will step in to offer them instead. 

Noble pursuits
 
Many of the drawbacks of doing a PhD are well known. Your correspondent was aware of them over a decade ago while she slogged through a largely pointless PhD in theoretical ecology. As Europeans try to harmonise higher education, some institutions are pushing the more structured learning that comes with an American PhD. 

The organisations that pay for research have realised that many PhDs find it tough to transfer their skills into the job market. Writing lab reports, giving academic presentations and conducting six-month literature reviews can be surprisingly unhelpful in a world where technical knowledge has to be assimilated quickly and presented simply to a wide audience. Some universities are now offering their PhD students training in soft skills such as communication and teamwork that may be useful in the labour market. In Britain a four-year NewRoutePhD claims to develop just such skills in graduates. 

Measurements and incentives might be changed, too. Some university departments and academics regard numbers of PhD graduates as an indicator of success and compete to produce more. For the students, a measure of how quickly those students get a permanent job, and what they earn, would be more useful. Where penalties are levied on academics who allow PhDs to overrun, the number of students who complete rises abruptly, suggesting that students were previously allowed to fester.

Many of those who embark on a PhD are the smartest in their class and will have been the best at everything they have done. They will have amassed awards and prizes. As this year’s new crop of graduate students bounce into their research, few will be willing to accept that the system they are entering could be designed for the benefit of others, that even hard work and brilliance may well not be enough to succeed, and that they would be better off doing something else. They might use their research skills to look harder at the lot of the disposable academic. Someone should write a thesis about that.

 Source: The Economist, 16.12.2010, Print Edition