Σελίδες

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Η Βία στην Ελλάδα

Νέοι, Κυνικοί και Βίαιοι


(Συνέντευξη της Ελένης Γιαννακάκη στον M. Hulot)
Γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο; Είναι μία πολιτική πράξη;
Προσπάθησα να κάνω μια προβολή στο μέλλον για το πού τραβάμε, ως χώρα, ως λαός, ως ήπειρος ίσως, αν δεν φτιάξουμε καινούργια πέτσα για το πρόσωπό μας όσο υπάρχει ακόμη καιρός. Απ' αυτή την άποψη, ναι, είναι μια πολιτική πράξη, με την ευρύτερη έννοια του όρου φυσικά. Σε καιρούς που πια δεν έχουμε ή δεν μας άφησαν το τσαγανό ούτε καν να κλάψουμε, έστω και μόνο διά της φυσικής μας παρουσίας στο Σύνταγμα, αυτούς τους άκλαυτους νεκρούς της Μάρφιν φερ' ειπείν, ε, η λογοτεχνία προσφέρει σ' εμάς τους διανοούμενους -εφόσον βέβαια θεωρήσουμε πως εξακολουθεί να μας αντιπροσωπεύει συλλογικά ο τίτλος- μια βολική και εκ του ασφαλούς μορφή διαμαρτυρίας! Κάτι είναι κι αυτό σ' αυτούς τους αποστεγνωμένους καιρούς που ζούμε.
Πόσο γοητευτική μπορεί να είναι η βία;
Γοητευτικότατη, σας διαβεβαιώνω. Δεν βλέπετε πόσες επενδύσεις γίνονται σ' αυτήν; Από τον κινηματογράφο μέχρι τα παντός είδους ΜΜΕ. Η βία πουλάει ακόμη και με τον ηθικοπλαστικό μανδύα του τύπου «ας ξαναδούμε δέκα, εκατό φορές το βιντεάκι με τον βιασμό της μαθήτριας απ' τους συμμαθητές της», ώστε να εμπεδώσουν οι θεατές καλά τα αίσχη που γίνονται στις σχολικές αίθουσες και τα σχολικά αποδυτήρια και πόσο διεφθαρμένα είναι τα σημερινά παιδιά. Τζάμπα και νόμιμη τσόντα στο καναπέ του καθιστικού μας, δηλαδή, μεταξύ πίτσας delivery και παγωμένης πράσινης εις βάρος κάποιων συνανθρώπων μας, και μάλιστα απ' τους ελάχιστα ευνοημένους.
Είναι πραγματικά πιο βίαιοι οι νέοι άνθρωποι σήμερα; Σίγουρα είναι πιο κυνικοί...
Δεν μπορώ να προσφύγω σε τέτοιου είδους ετυμηγορίες γιατί δεν είμαι στατιστικολόγος. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε πως στο παρελθόν πολλές απ' αυτές τις μορφές βίας δεν έβγαιναν ποτέ στην επιφάνεια. Φοβάμαι, όμως (εξου και ο μελλοντικός χρόνος του μυθιστορήματος), πως οδεύουμε ολοταχώς προς τα 'κει. Απ' την άλλη, σήμερα οι άνθρωποι, και κυρίως οι νέοι, δεν λειτουργούν συλλογικά. Ο καθείς για πάρτη του, για το συμφέρον του και για τη δική του ευδαιμονία.
Αυτή η νεανική βία οφείλεται στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος (στο ότι εξοικειώνονται από νωρίς με τη βία) ή είναι σημείο των καιρών; Γιατί και παλιότερα μεγάλωσαν γενιές με πόλεμο, εμφύλιο και θηριωδίες...
Μα, η εξοικείωση είναι σημείο των καιρών! Φυσικά και οφείλεται στην εξοικείωση με την πάσης μορφής βία από πολύ τρυφερές ηλικίες. Γιατί το παιδί δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τον καθοριστικό ρόλο του διαχωριστικού γυαλιού μεταξύ της τηλεοπτικής εικόνας ή αυτής του βιντεογκέιμ και της πραγματικότητας γύρω του. Στην εποχή μου οι εικόνες βίας ήταν μόνο στη φαντασία μας, κυρίως μέσα απ' τα μισόλογα που ακούγαμε ή από αυτά που διαβάζαμε στα βιβλία. Οι «εικόνες» ήταν, όμως, καταδικές μας, φτιαγμένες απ' τη δική μας φαντασία αποκλειστικά, που ο καθένας μας της διαχειριζόταν όπως και όσο μπορούσε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως είχα περάσει κάποιες νύχτες αγρύπνιας εκεί κάπου στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, προσπαθώντας να διαχειριστώ τις λεπτομέρειες της εκδοράς ενός Χανιώτη ήρωα, του Δασκαλογιάννη, απ' τους Τούρκους, που είχα τυχαία διαβάσει σ' ένα βιβλίο ιστορίας στη δημοτική βιβλιοθήκη του νομού.
Μπορούν η τηλεόραση και το ίντερνετ να κάνουν μεγαλύτερο κακό από έναν πόλεμο; Έχουν δημιουργήσει μια γενιά που τίποτα δεν τη σοκάρει...
Ακριβώς! Αυτοί που πολέμησαν άσκησαν και ένιωσαν τη βία στο πετσί τους και μόνο εξιδανικευμένη και ηδονοθηρική άποψη δεν είχαν γι' αυτήν. Ακόμη κι όταν αναγκάστηκαν να σκοτώσουν είτε αμυνόμενοι είτε γιατί απλώς βρίσκονταν σε πόλεμο το κουβάλαγαν σαν ανεξίτηλο λεκέ πάνω τους για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Θυμάμαι ότι για χρόνια πίεζα τον πατέρα μου να μου πει τι έκανε στο αλβανικό μέτωπο, αν σκότωσε δηλαδή και πόσους, και πάντα το απέφευγε σθεναρά μέχρι που πέθανε. Και πάντα γύρναγε την κουβέντα όμορφα στα ουρλιαχτά των λύκων που άκουγε τις νύχτες στα χιονισμένα δάση. Εδώ, αντίθετα, έχουμε μια εξοικείωση είτε μέσω των βιντεογκέιμ είτε μέσα απ' τα ρεαλιστικότατα και μακρά δελτία ειδήσεων, όπου η κάθε μορφής βία όχι μόνο απενοχοποιείται αλλά και εμφανίζεται ως κάτι φυσιολογικό. Ουσιαστικά νομιμοποιείται όταν, αντί για την τιμωρία των ενόχων, σπάνια ομολογουμένως ούτως ή άλλως, αυτό που προβάλλεται με επιμέλεια είναι απλώς οι λεπτομερείς περιγραφές των σκηνών της βίας.
Ο Μανούσος είναι ένα παιδί εύπορης οικογένειας, με μόρφωση, με όλες τις προϋποθέσεις να μεγαλώσει «φυσιολογικά». Ένας δεκατετράχρονος, όμως, στην Ελλάδα του 2010 δεν έχει καθόλου χρόνο να ασχοληθεί με τον εαυτό του. Mήπως, τελικά, η ανία και η πλήξη δημιουργούν ανάγκη για εκτόνωση;
Δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό του Μανούσου και των νεαρών παιδιών. Όταν έχεις λύσει όλα σου τα βιοποριστικά προβλήματα ή σε έχουν πείσει πως είναι λυμένα, θα ψάξεις άλλους, πιο εφευρετικούς και ασυνήθιστους τρόπους να διανθίσεις τη ρουτινιάρικη ζωή σου. Μαρξιστική η άποψη και παρωχημένη, θα σπεύσει να μου αντείπει κάποιος εδώ και θα συμφωνήσω, αλλά με κάποια σπέρματα αλήθειας όμως. Μπορεί, λοιπόν, να συνειδητοποιήσεις ξαφνικά πως για κάποιους λόγους που δεν είχες αντιληφθεί μέχρι τώρα σου αρέσει να βλέπεις παιδάκια να χουφτώνονται ή και να βιάζονται στο ίντερνετ και μάλιστα το απολαμβάνεις με ήσυχη πατριωτική συνείδηση, όταν λίγο πολύ γνωρίζεις πως τα παιδιά αυτά δεν είναι καν Ελληνόπουλα. Και μετά, σταδιακά, το επόμενο βήμα είναι να ξεχάσεις ολοκληρωτικά την ύπαρξη του διαχωριστικού γυαλιού... Δυστυχώς, ο δρόμος δεν είναι ούτε τόσο μακρύς ούτε τόσο πολυδαίδαλος όσο ακούγεται! Κι έτσι το ζήτημα πια επαφίεται στις ηθικές αναστολές του καθενός, μικρού ή μεγάλου. Κι αυτή είναι μόνο μια απ' τις πολλές μορφές βίας στην καθόλα ηδονοθηρική εποχή μας.
Εκτός από τις εικόνες της τηλεόρασης, που ξεκάθαρα είναι η κύρια πηγή του κακού για τον Μανούσο, τι άλλο μπορεί να οδηγήσει έναν πιτσιρικά σε εκρήξεις βίας;
Ζητάμε πολλά απ' τα παιδιά μας. Aυτό είναι γεγονός. Αλλά σε αντάλλαγμα τούς προσφέρουμε πολύ περισσότερα, σε σημείο να φτιάχνουμε μελλοντικούς ενήλικες που θεωρούν ότι όλοι γύρω τους, οι συνάνθρωποί τους, η χώρα τους, η ζωή η ίδια τούς χρωστάει τα πάντα. Κι όταν, σε κάποια φάση, συνειδητοποιούν ότι για τους οποιουσδήποτε λόγους δεν θα τους δοθούν τα πάντα, ε, θα τα σπάσουν, να μην τα σπάσουν; Και το σπάσιμο, ή, συγγνώμη, μάλλον το κάψιμο ήθελα να πω, συγκαταλέγεται σ' αυτά που η κοινωνία επιτρέπει και αποδέχεται ως χαριτωμένη ιδιορρυθμία του ατίθασου και γι' αυτό αδούλωτου ελληνικού ταπεραμέντου. Το Πολυτεχνείο, άλλωστε, και οι πέριξ αυτού συνοικίες καίγονται κάθε επέτειο δεκαετίες τώρα. Δεν καίγονται;
Τα επεισόδια του Δεκεμβρίου του 2008 και τα πρόσφατα στην Αθήνα μπορούν να συνδεθούν με την ψυχοσύνθεση του ήρωά σας; Κι εκεί ήταν εμφανές ότι κινδύνευαν άνθρωποι και κάποια νέα παιδιά φώναζαν «κάψτε τους»!
Το κοινό σημείο ανάμεσα στα δυο αυτά επεισόδια και στις πράξεις του ήρωά μου είναι η ηδονοθηρική αντιμέτωπιση της βίας, όπως και η ενδοτικότητα στην ψυχολογία της μάζας. Κατά τ' άλλα, πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικά επεισόδια. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, όπως σας είπα και πριν, ανήκουν στην κατηγορία της βίας ως τρόπου διεκδίκησης των προ πολλού υπεσχημένων. Αντίθετα, η ιστορία της Μαρφίν ανάγεται σε μια εντελώς διαφορετική σφαίρα: εδώ στήθηκε ένα λαϊκό δικαστήριο στο πεζοδρόμιο της Σταδίου που με συνοπτικότατες διαδικασίες καταδίκασε όλους τους εργαζόμενους εντός σε θάνατο διά της πυράς. Οι σκηνές Κολοσσαίου που επακολούθησαν αποτελούν τη δεύτερη φάση του δράματος, όπου η ηδονοβλεψία της βίας είχε πια μετακομίσει απ' το γυαλί στο πεζοδρόμιο. Και το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι δεν επρόκειτο για τα συνήθη θύματα που μνημονεύονται στα δελτία ειδήσεων, δηλαδή τους λαθρομετανάστες, αλλά για μικρομεσαίους συμπολίτες, και μέσες άκρες συνομηλίκους των θυτών, που απλώς συνέβη εκείνη τη μέρα και για κάποιους λόγους να βρίσκονται στην αντίπερα ιδεολογική όχθη.
Πόσο δύσκολο ήταν να σκιαγραφήσετε τον χαρακτήρα ενός παιδιού-τέρατος; Είχατε προσωπική εμπειρία με παρόμοια περίπτωση;
Προσωπικά δεν χρειάζομαι την προσωπική εμπειρία για να σκιαγραφήσω κάτι σχετικά πειστικά κι ούτε πιστεύω πως είναι πάντα απαραίτητη. Λίγο να κοιτάξουμε γύρω μας, λίγο να στήσουμε αυτί ή απλώς να σκύψουμε μέσα μας και θα το δούμε ξεκάθαρα το τέρας που παρασιτεί με το αίμα και τη φαιά ουσία μας. Το γνωρίζουν, άλλωστε, πολύ καλά όλοι αυτοί που στήνουν γύρω μας τα παντός είδους θεάματα.
Ζείτε και διδάσκετε στην Αγγλία. Ποια είναι η εικόνα που έχουν οι μαθητές σας για την Ελλάδα; Έχει πληγεί η εικόνα της με αυτό που βγαίνει προς τα έξω από τα media;
Για τους μαθητές μας, που στην πλειοψηφία τους δεν είναι Έλληνες, τουλάχιστον κι απ' τους δυο γονείς, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια γοητευτική χώρα με τα ωραία νησιά, τα ωραία ερείπια και τις ωραίες εκκλησιές. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν νιώθουν καθόλου περήφανοι, όπως ούτε κι εγώ προσωπικά άλλωστε, όχι για το οικονομικό χάλι της σύγχρονης Ελλάδας αλλά για το ότι πια, για το μεγαλύτερο μέρος των Ευρωπαίων, η λέξη «Έλληνας» αποτελεί σχεδόν συνώνυμο αυτής του απατεώνα.
Έχει τη δύναμη πια η λογοτεχνία να αλλάξει έστω και λίγο τα πράγματα;
Θεωρητικά η λογοτεχνία έχει αυτήν τη δύναμη γιατί και τροφοδοτεί αλλά και ανατροφοδοτείται η ίδια από την περιρρέουσα κουλτούρα. Σε μια εποχή παντοδυναμίας της εικόνας όμως, όπως η σημερινή, ο ρόλος του γραπτού λόγου όλο και περιορίζεται, αναγκαστικά. Ευελπιστώ, και αυτή την ευχή εκφράζω στο μυθιστόρημα, πως η λογοτεχνία θα ξαναποκτήσει τη χαμένη της τιμή.
Τελικά ο πολιτισμός εξαγριώνει ή εξημερώνει τον άνθρωπο;
Και τα δύο, ανάλογα με τον πολιτισμό. Στον Golding με τον οποίο «παίζω» στο μυθιστόρημα ήταν η απουσία πολιτισμού και μιας οργανωμένης κοινωνίας που οδήγησε σε συνθήκες αγριότητας. Αντίθετα, στις δικές μας οργανωμένες κοινωνίες, και μιλάω κυρίως για την ελληνική περίπτωση εδώ, είναι η απουσία θεσμών ή έστω η έλλειψη σεβασμού σε όσους μπορεί ακόμη να υπάρχουν που οδηγεί σε ανάλογα αποτελέσματα.
Οι σναφ ταινίες και ο κόσμος του σναφ είναι απαγορευμένη περιοχή για τον περισσότερο κόσμο. Δεν φοβηθήκατε ότι μπορεί να υπάρξουν αντιδράσεις στο θέμα του βιβλίου σας;
Αστειεύεστε; Να υπάρξουν αντιδράσεις από ποιους; Εδώ δεν νοιάζονται για όλες αυτές τις θηριωδίες που συμβαίνουν ζωντανά, χειροπιαστά γύρω τους, και θα νοιαστούν για χάρτινους ήρωες και για σχήματα λόγου; Στη μεταπολιτευτική αρένα του φρέντο και του Louis Vuitton τέτοιες ευαισθησίες και αιδημοσύνες δεν υφίστανται. Θα μας πάρει, δυστυχώς, πάρα πολλά χρόνια, ίσως γενιές ολόκληρες, να ξαναπλάσουμε έναν καινούργιο υμένα αθωότητας, εφόσον φυσικά το θελήσουμε πραγματικά. Άλλωστε, εγώ δεν έκανα ταινία σναφ, έβαλα απλώς μερικές αράδες στο χαρτί για όλα τα απαγορευμένα σναφ που ακούω και βλέπω να συμβαίνουν δίπλα μου σχεδόν σε καθημερινή βάση.

Πηγή:  LIFO, 17.06.2010, συνέντευξη με αφορμή το νέο βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη.